Γεωργοβασίλης: Ο λυρικός λόγος του Σαίξπηρ
Γεωργοβασίλης: ¨Η αυλή των θαυμάτων" του Καμπανέλη στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου
Ο Καντ γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στο Καίνιξμπεργκ (τώρα ρώσικο Καλίνινγκραντ) της Ανατολικής Πρωσίας, δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρα πόλη του και είχε γίνει αντικείμενο σχολιασμού για την εντυπωσιακή ακρίβειά του στις κοινωνικές συναναστροφές - υπόδειγμα αυτοπειθαρχίας και παραξενιάς. Χρηματοδότησε τις σπουδές του παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα και κερδίζοντας στοιχήματα στο μπιλιάρδο.
Το 1749 προσπάθησε να λύσει μια μαθηματική αντιδικία μεταξύ οπαδών του Καρτέσιου και του Λάιμπνιτς με σχετικοποίηση των θέσεών τους. Το 1755 δημοσίευσε ανώνυμα μια θεωρία του για τη δημιουργία του πλανητικού μας συστήματος και για την ύπαρξη γαλαξιών πέρα από το δικό μας γαλαξία. Το ίδιο έτος αναγορεύεται Διδάκτωρ και Υφηγητής του πανεπιστημίου της Καινιξβέργης. Αποδίδει δε το δώρο της γνώσης στον άνθρωπο σε θεϊκή παρέμβαση.
Το έτος 1770 έγινε τακτικός καθηγητής της Λογικής και Μεταφυσικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και παράλληλα έκανε παραδόσεις στη Φυσική, Κοσμολογία, Ανθρωπολογία, Θεολογία και Γεωγραφία. Κάποια εποχή δίδασκε στο πανεπιστήμιο 36 ώρες την εβδομάδα. Μετά από μερικές μικρότερες δημοσιεύσεις του για θέματα Φυσικής και Μεταφυσικής, παρουσίασε σε τρία θεμελιώδη έργα την υπερβατολογική φιλοσοφία του: «Κριτική του καθαρού Λόγου» (Kritik der reinen Vernunft, 1781), «Κριτική του πρακτικού Λόγου» (Kritik der praksischen Vernunft, 1788) και «Κριτική της κριτικής Δύναμης» (Kritik der Urteilskraft, 1790).
Ο Κάντ συνέβαλε στην ένταξη της Αισθητικής στο χώρο της φιλοσοφίας. Η αισθητική κρίση για τον Καντ συνιστά μια «αναστοχαστική» κρίση που σε αντίθεση με την «καθοριστική» λογική κρίση, περιορίζεται στην υποκειμενική ανταπόκριση, που συνδέεται με την ευχαρίστηση ή τον πόνο. Δεν σχετίζεται με την εξήγηση και την κατανόηση του αντικειμένου, αλλά με τις υποκειμενικές προτιμήσεις μας. Αυτό που είναι ωραίο για κάποιον είναι εκείνο που γεννά μέσα του το συναίσθημα του ωραίου. Και εκείνο που χαρακτηρίζει ένα αντικείμενο ωραίο είναι η μορφή του (και όχι το περιεχόμενό του), η οποία γίνεται αντιληπτή χάρη στη διάνοια και τη φαντασία μας
Βέβαια, ή αξιολογική αποτίμηση και σύγκριση πολιτισμών δεν είναι εφικτή: δύσκολο να υπάρξουν κοινώς αποδεκτά κριτήρια, να συμπέσουν οι έξωθεν εκτιμήσεις νοηματοδοτήσεων της πραγματικότητας καί επακόλουθων τρόπων του βίου. Παρακινδυνευμένο λοιπόν να μιλάμε για «ανώτερους» και «κατώτερους» πολιτισμούς, «καλύτερους» και «χειρότερους».
Μπορούμε όμως να εντοπίσουμε διαφορές. Να επισημάνουμε ότι ο πολιτισμός τής μεταρωμαΐκής Δύσης, ό μόνος στην ανθρώπινη 'Ιστορία που αναδείχθηκε πραγματικά παγκόσμιος, δεν γνώρισε ποτέ την ανάγκη μετάβασης από την κοινωνίαν της χρείας στην κοινωνίαν του αληθούς.
Υπηρέτησε και υπηρετεί με εκπληκτική επινοητικότητα τις χρηστικές ανάγκες του ανθρώπου. Στο πεδίο αυτό πέτυχε μοναδικές επιδόσεις: Τεράστια μείωση τού σωματικού μόχθου, πρωτοφανή αύξηση παραγωγής ωφέλιμου αποτελέσματος με ελάχιστη ή καθόλου καταπόνηση. Απίστευτες διευκολύνσεις στην πρακτική του βίου, ταχύτατες μεταφορές-μετακινήσεις των ατόμων, άμεση επικοινωνία από οποιαδήποτε απόσταση, πρόσβαση εύκολη και γενικευμένη στην πληροφόρηση. Μεγιστοποίηση των ηδονικών παροχών, ανέσεων, εύκολου πλούτου, ποικιλότατης ψυχαγωγίας, ανεμπόδιστου αισθησιασμού. Ελαχιστοποίηση του σωματικού άλγους, απαλλαγή από πλήθος ασθενειών, αύξηση τεράστια του προσδόκιμου επιβίωσης, δυνατότητες Ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που μειώνουν ή και νικούν τον φόβο τής αρρώστιας. Θωράκιση του ατόμου με δικαιώματα. εξουσίες αναγκαστές κατά πάντων, ανεμπόδιστες επιλογές ατομικών προτιμήσεων. Καί πλήθος ανάλογα.
Ό κοινωνιοκεντρικός πολιτισμός των Ελλήνων και ο πολιτισμός του αθλήματος της εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν μπορούν ούτε να συγκριθούν ούτε να συμβιβαστούν με τον ατομοκεντρικό πολιτισμό τής μεταρωμαϊκής Δύσης.
Ή διαφορά είναι καισαρική, πρόκειται για στάσεις ζωής καί τρόπους τού βίου πού αλληλοαναιρούνται αμοιβαία, για στοχεύσεις ασύμπτωτες, διαμετρικά αντίθετες. Αυτό τουλάχιστον υπαγορεύει ή λογική της κοινωνούμενης εμπειρίας.
Χρ. Γιανναράς