Το
ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου την 5 Μαΐου 2008 έδωσε
και στο Θέατρο «Τζένη Καρέζη», οδός
Ακαδημίας 3, την αθηναϊκή του «πρεμιέρα»
με το έργο του Νορβηγού δραματουργού
Χένρικ Ίψεν «Έντα
Γκάμπλερ». Το πλήθος των
προσκεκλημένων, κυρίως απόδημων
Αιτωλοακαρνάνων, αλλά και άλλων
διακεκριμένων προσωπικοτήτων της χώρας,
το υποδέχθηκε προσωπικώς ο Δήμαρχος
Αγρινίου και πρόεδρος του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. κ.
Παύλος Μοσχολιός· μάλιστα με τους
σπουδαιότερους απ’ αυτούς φωτογραφήθηκε.
Η προσέλευση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε
γέμισε σχεδόν ασφυκτικά η ευρύχωρη
εκείνη αίθουσα του θεάτρου. Το περίφημο
αυτό τετράπρακτο έργο από την πρώτη του
επί σκηνής διδασκαλία (1891) και μέχρι
σήμερα, σχεδόν επί εκατόν είκοσι χρόνια,
παραμένει διαρκώς πολυπόθητο και
παγκοσμίως κοινωνικώς επίκαιρο. Εκείνο
το βράδυ παρουσιάστηκε στην Αθήνα μια
παράσταση φροντισμένη με μοναδικά
αυθεντικό τρόπο και ιδιαίτερη επιμέλεια
στις λεπτομέρειες, όπως αρμόζει σε έργα
του ρεαλιστικού θεάτρου. Είναι το πρώτο
δείγμα ποιότητας και υψηλής τέχνης, που
παρουσιάζει ο κ.
Βασίλης Νικολαΐδης, ο νέος
καλλιτεχνικός διευθυντής και σκηνοθέτης
του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου, ο πολυτάλαντος
και βαριά εφοδιασμένος με ακριβή
περιουσία καλλιτεχνικής μόρφωσης και
εμπειρίας δημιουργός. Έτσι έδωσε και
άριστες εξετάσεις με ένα δύσκολο, άκρως
αινιγματικό και μεγάλο έργο του κλασικού
ρεπερτορίου. Και με ευστοχία διένειμε
τους επτά ρόλους σε δόκιμους,
αναγνωρισμένους και σπουδαίους
ηθοποιούς.
Η χρονική διαδρομή του έργου στο Αγρίνιο
άρχισε την 14.3.08, με σταθμό την
επίσημη πρώτη την 22.3.08 και συνέχεια
κάθε Σαββατοκύριακο μέχρι 22 Απριλίου.
Στην Αθήνα δόθηκαν εννέα παραστάσεις
(2-10 Μαΐου) με εκπληκτική επιτυχία και
μεγάλη συρροή θεατών.
Παλαιότερα σε συνέντευξή του προς
αθηναϊκή εφημερίδα ο νέος διευθυντής
είπε και τούτα τα λόγια: «Δεν
πηγαίνω στο Αγρίνιο να κάνω κάτι για το
αθηναϊκό κοινό. Θα χρησιμοποιήσω όσο
μπορώ τα ντόπια στοιχεία υπηρετώντας
πρωτίστως τις ανάγκες της συγκεκριμένης
κοινωνίας». Στην ίδια συνέντευξη
πρόσθετε ότι στο εναρκτήριο έργο της
αγρινιώτικης θητείας του (δηλ. το «Έντα
Γκάμπλερ») ήθελε να χρησιμοποιήσει
κυρίως ντόπιους ηθοποιούς, αλλά και του
ευρύτερου χώρου, ανεγνώριζε μάλιστα
μέχρι τότε τους Χρήστο Καλαβρούζο και
την Κάτια Γέρου και επιφυλασσόταν να
ενημερωθεί πληρέστερα. Όμως με τούτη την
αρχή έδειξε συνέπεια λόγων και έργων και
ικανοποίησε τον πόθο κάποιων Αγρινιωτών:
ανέθεσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην
όμορφη και σπουδαία Αγρινιώτισσα
ηθοποιό, την Κυρία
Λουκία Πιστιόλα, ενώ το ρόλο της
υπηρέτριας στην Παναιτωλιώτισσα
νηπιαγωγό Κυρία
Λένα Τζούρβα, ερασιτέχνιδα μεν, αλλά
προικισμένη με έκτακτο τάλαντο ηθοποιίας.
Για το ρόλο αυτό στη πρώτη
διδασκαλία του έργου τούτου στη
Χριστιανία (σημ. Όσλο) το 1891 ο Ίψεν
έγραφε:
«Εδώ στο Μόναχο αυτόν τον ανεπιτήδευτο
χαρακτήρα (δηλ. της υπηρέτριας)
πρόκειται να τον ερμηνεύσει μία από τις
πρωταγωνίστριες του Χοφτεάτερ, κι έχει
αγκαλιάσει το εγχείρημα με αγάπη και
ενδιαφέρον». Και η λέξη «εγχείρημα»
σημαίνει τόλμημα, παράτολμη ενέργεια.
Αυτό έκαμε και με το παραπάνω η Λένα
Τζούρβα.
Αλλά το μέλλον θα δείξει αν υπάρχουν και
άλλα ντόπια στοιχεία (και ασφαλώς
υπάρχουν πολλά και αξιόλογα) και κατά
πόσον αυτά θα αξιοποιηθούν. Συχνά οι
προθέσεις, όσο αγνές κι αν είναι,
καταλήγουν να υστερούν κατά παρασάγγας
από την εξελισσόμενη πραγματικότητα.
Τούτο το καλοκαίρι προετοιμάζει να
ανεβάσει το έργο του Γκολντόνι
«Λοκαντιέρα» με ηθοποιούς της
Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου,
ενώ για τον προσεχή χειμώνα σχεδιάζει να
προβάλει -με ηθοποιούς και όλους τους
συντελεστές ντόπιους- το έργο «Το
παλικάρι που δε γνώριζε τι θα πει φόβος»,
που ήδη το συγγράφει ο ηθοποιός της
Πειραματικής Σκηνής Στρατής Πανούριος.
Επίσης ο νέος διευθυντής φαίνεται ότι
σκοπεύει σωστά, όταν αποβλέπει στο να
ενισχύσει την ανάδειξη επιχώριων
δυνάμεων του θεάτρου, αλλά και να
δημιουργήσει στο Αγρίνιο σκηνή μουσικού
θεάτρου, για το οποίο ο ίδιος διαθέτει
σπουδαίες ικανότητες. Όλα αυτά είναι
καλά, ποθητά κι ευλογημένα, αλλά «δεῖ δὴ
χρημάτων» και θα ιδούμε από πού θα
προέλθουν, αν το Κοινό δεν συνδράμει το
ταμείο του θεάτρου με ευρεία συμμετοχή
του, αν το Κράτος δεν εκπληρώσει την
υποχρέωση που έχει για την ανάπτυξη του
πολιτισμού στην Περιφέρεια. Και ασφαλώς
το Κοινό θα συντρέξει τέτοιες ονειρώδεις
προσπάθειες, αρκεί αυτό το όνειρο να
γίνει συνείδηση, άρτος και οίνος της
ψυχής του. Αλλά το Κράτος φαίνεται ότι
δεν θέλει να διατηρήσει αυτό το θεσμό.
Το Θέατρο Αγρινίου με ευοίωνες συγκυρίες
και ορθολογιστικά σταθμισμένες
΄
το καλύτερο σχολείο ηθικής και
κοινωνικής αγωγής του πληθυσμού της
περιοχής. Μάλιστα και με έναν τέτοιο
δάσκαλο θα μπορούσε να εξελιχθεί ακόμα
και σε «πανεπιστήμιο σχολών
καλλιτεχνίας». Ευχόμαστε και ελπίζουμε.
Η ωραία μετάφραση του έργου είναι του
αείμνηστου
Μίνω Βολονάκη, εξίσου θεατρική,
ανάμεσα σε πολλές άλλες, με την ευρύτερα
γνωστή του Γ.Ν.Πολίτη. Η μουσική
επένδυση έγινε από τον κ. Νικολαΐδη με
αποσπάσματα από έργα μεγάλων μουσουργών,
τα οποία επέλεξε με καλή γνώση και
ιδιαίτερη ευαισθησία. Τα ενδύματα,
ανάλογα με εκείνα της αστικής τάξης του
τέλους του 19ου αιώνα, καθώς
και τα πολύ λειτουργικά σκηνικά και εν
πολλοίς «συνῳδά τοῖς τοῦ ποιητοῦ
λόγοις», είναι δημιουργίες του γνωστού
σκηνογράφου και ενδυματολόγου κ.
Γιάννη Μετζικώφ. Αλλά και οι
φωτισμοί, που συμπληρώνουν και
αναδείχνουν τη σκηνή, είναι του κ.
Γιάννη Δρακουλαράκου. Τέλος, χάρ-μα
οφθαλμών και εντρύφημα του πνεύματος
είναι το αληθώς συλλεκτικό βιβλίο των 64
σελίδων, που συνοδεύει την παράσταση·
από αυτό ο θεατής μαθαίνει επαγωγικά όλη
την θριαμβευτική διεθνή και ελληνική
πορεία του μεγάλου τούτου έργου. Για τη
συγκρότησή του ασφαλώς απαιτήθηκε πολύς
ερευνητικός μόχθος και ικανή ενημέρωση.
Όσοι συμπολίτες μας δεν έχουν προστρέξει
να κοινωνήσουν από την αμβροσία αυτής
της εξαίσιας θεατρικής δημιουργίας του
αγρινιώτικου θιάσου, στέρησαν από την
παιδεία τους μια μοναδική ευκαιρία για
πνευματική μέθεξη και καλλιτεχνική
μεταρσίωση της ψυχής τους. Κυρίως
παρέλειψαν να χαρούν και να θαυμάσουν ως
πρωταγωνίστρια την έξοχη Αγρινιώτισσα
ηθοποιό Κυρία Λουκία Πιστιόλα, η οποία
σ’ αυτό το ρόλο επιδεικνύει ηθοποιία
υψηλής στάθμης, ικανή να συγκριθεί με
επιδόσεις μεγάλων καλλιτεχνών.
* * *
Η σκηνή του έργου ανοίγει με την είσοδο
δύο γυναικών στο σαλόνι της άλλοτε
πρωθυπουργικής βίλας και τώρα κατοικίας
του νεόνυμφου ζεύγους Γέργκεν Τέσμαν (Βασίλης
Ευταξόπουλος) και Έντα Γκάμπλερ
(Λουκία
Πιστιόλα). Είναι η ηλικιωμένη
Δεσποινίς Γιούλε Τέσμαν (Αλέκα
Τουμαζάτου) με την μεσήλικη
υπηρέτριά της, τη Μπέρτα (Λένα
Τζούβρα). Ο Γέργκεν το αγόρασε
με τραπεζικό δάνειο, για το οποίο
εγγύηση έδωσε η θεία του Γιούλε. Αυτή
και αδερφή της Ρίνα παρέμειναν άγαμες
και τον ανέθρεψαν στοργικά μετά το
θάνατο του πατέρα του και αδελφού τους.
Η Γιούλε λοιπόν έρχεται να χαιρετίσει
τους νεόνυμφους, που επέστρεψαν το
προηγούμενο βράδυ από το γαμήλιο και
επιστημονικά ερευνητικό ταξίδι ανά τις
μεγάλες πόλεις της Ευρώπης· προσφέρει ως
δώρο στον ανιψιό της ένα ζευγάρι
καινούργιες παντόφλες (:σύμβολο υποταγής
και εξάρτησης), που τις είχε η ίδια
καλλιτεχνικά διακοσμήσει· προσφέρει
επίσης στο νέο ζευγάρι και την Μπέρτα,
συνοδό της και μοναδική υπηρέτριά της,
(:σύμβο-λο θυσιαστικής προσφοράς). Ο
Γέργκεν Τέσμαν έχει πανεπιστημιακή
μόρφωση, είναι ήδη δόκτωρ επιστημών του
πολιτισμού, είναι φιλόδοξος και
επιδίδεται στην ιστορική έρευνα, με
σκοπό να συγγράψει μελέτη σχετική με τις
οικιακές βιοτεχνίες της Βραμάνδης κατά
το μεσαίωνα. Η Έντα Γκάμπλερ-Τέσμαν,
ορφανή από μητέρα, είναι θυγατέρα του
μακαρίτη στρατηγού Γκάμπλερ, ο οποίος
όμως δεν τής άφησε καμιά περιουσία, αφού
ως κοινός αστός δεν είχε αναδειχθεί στο
αξίωμά του με στήριξή του εκ μέρους της
τάξεως των ευγενών, αλλά με τον ηρωισμό
του στα πεδία των μαχών. Τής άφησε μόνο
δύο πιστόλια μονομαχίας (:σύμβολα
φαλλικά και εγωκεντρικής
υποκειμενικότητας). Σ’ αυτούς τους ήρωες
το νορβηγικό κράτος χορηγούσε μια
σύνταξη, για να ζουν με σχετική άνεση.
Εκείνη την ανέθρεψε ο στρατηγός ωσάν να
ήταν ένας γιος του. Και ενώ οι γυναίκες
εκείνης της εποχής παντρεύονταν μεταξύ
17 και 20 ετών, η Έντα Γκάμπλερ παρέμενε
αζήτητη από γόνους ευγενών, οι οποίοι
την περιτριγύριζαν μόνον για την ομορφιά
της και ερωτοτροπούσαν χωρίς την
ανταπόκρισή της. Αλλά και επειδή η Έντα
δε διέθετε ούτε επαγγελματική μόρφωση
ούτε ανάλογη προίκα, διασκέδαζε
χορεύοντας, κάνοντας ιππασία, αθλητισμό,
σκοποβολή, ξιφομαχία και τακτική
πολεμικών επιχειρήσεων, και προκαλούσε
τους ωραίους άνδρες αναζητώντας μάταια
τον άνδρα των ονείρων της. Θα τον ήθελε
πλούσιο, όμορφο, νεαρό, έξυπνο,
απολαυστικό, να τής παρέχει έναν
παράδεισο ονειρώδους πολυτελείας:
υπηρέτη με λιβρέα, άλογο ιππασίας,
καινούργιο πιάνο, λαμπρό και ανοιχτό
σπίτι, υψηλή κοινωνική ζωή και προβολή,
έκπαγλες κοσμικές απολαύσεις, να τον
βλέπει να μπαίνει στο σπίτι τους
στεφανωμένος με κλάδους κληματαριάς, ως
ένας βακχικός εορταστής. Όμως λόγω της
ηλικίας -είναι ήδη 29 ετών και χωρίς
βιοτικούς πόρους- και της αδιέξοδης
κατάστασης και μη έχοντας άλλη επιλογή
δέχεται να γίνει σύζυγος του πάντα
υποτακτικού και καλόβουλου Γέργκεν
Τέσμαν. Ο δόκτωρ Γέργκεν Τέσμαν είναι
υπότροφος του νορβηγικού κράτους. Έτσι
ελπίζει βασίμως ότι θα γίνει καθηγητής
στο πανεπιστήμιο, οπότε θα είναι ικανός
«για τη συντήρησή» της. Ο Γέργκεν
Τέσμαν, με παιδική αφέλεια και συνείδηση
αντικειμενικού επιστημονικού ερευνητή,
έχει το νου του πάντα στις σπουδές και
τις έρευνές του, αλλά δεν μπορεί να
αποκοπεί και από τις θείες του.
Έρχεται ως επισκέπτης, αλλά μέσα από τον
κήπο, ο δικαστικός πάρεδρος Μπρακ (Γιάννης
Γρανάς), φίλος του ζευγαριού,
ένας ώριμος εργένης, που νιώθει τρόμο
για τα δεσμά του γάμου και ενδιαφέρεται
μόνο για μια «τριγωνική σχέση» με το
ζεύγος. Εκείνη τον σημαδεύει με το
πιστόλι, με το οποίο ρίχνει στον αέρα,
για να τρομάζει την πλήξη της. Ο Μπρακ
από το μπαλκόνι μπαίνει στο σαλόνι,
παίρνει με τρόπο από τα χέρια της το
πιστόλι, το εξετάζει και το κλείνει στη
θήκη. Κάθονται στο ανάκλιντρο και
συζητούν για τους εαυτούς τους και το
Γέργκεν. Τον βρίσκουν σοβαρό, τίμιο,
αξιοπρεπή, εργατικό και ακούραστο
ιστοριοδίφη. Η Έντα Γκάμπλερ
εμπιστεύτηκε στο δικαστή Μπρακ ότι
έπληττε αβάσταχτα όλους εκείνους τους
ατέλειωτους έξι μήνες του γαμήλιου
ταξιδιού. Δεν ήταν αναθρεμμένη για μια
τέτοια ζωή. Αλλά παρά την αποφυγή και
περιφρόνηση, που έτρεφε προς το σύζυγό
της, παραδόξως έμεινε έγκυος. Ο Γέργκεν
και η θεία του χαίρονται για τις
ενδείξεις της εγκυμοσύνης, το σαλόνι
είναι στολισμένο με πολλά λουλούδια,
αλλά η Έντα δεν θέλει να γίνει μητέρα
και γι’ αυτό κρατεί κρυφή την εγκυμοσύνη
της. Όλα γύρω τής μυρίζουν σαπίλα και
θάνατο. Την επαύριο της επιστροφής τους
από το πολύμηνο ταξίδι ο Γέργκεν Τέσμαν
υποδέχεται στο σπίτι του τον Έιλερτ
Λέβμποργκ (Ζαχαρίας
Ρόχας) και σε λίγο έρχεται και η
Τέα Λέβστεντ (Πένη
Παπουτσή). Οι τρεις άνδρες
(Μπρακ, Γέργκεν και Έιλερτ) με πρόσκληση
του Μπράκ πρόκειται να διασκεδάσουν το
βράδυ στο σπίτι του. Ο Μπρακ όμως φέρνει
μια είδηση πολύ δυσοίωνη για το μέλλον
του Γέργκεν: ο Έιλερτ Λέφμποργκ,
παλαιότερος εραστής της Έντα Γκάμπλερ
και συχνός επισκέπτης στο σπίτι του
πατέρα της, είναι συνυποψήφιος για την
θέση του καθηγητή. Τούτος ο διανοούμενος
είναι πολύ γνωστός στην πόλη ως ιδιοφυής
και ως ο συγγραφέας ενός σπουδαίου
βιβλίου με τεράστια εμπορική επιτυχία,
αλλά συνάμα και ως αλκοολικός μποέμ.
Όμως κατά τα τελευταία χρόνια, που είχε
εξαφανισθεί από την πόλη, απέφυγε το
αλκοόλ και αποσυρμένος από τα φώτα της
δημοσιότητας συνεργάστηκε με την Κυρία
Τέα Έλφστεντ, συγγράφοντας μια νέα
πραγματεία, όπου μελετάει «τις
εκπολιτιστικές δυνάμεις του μέλλοντος»,
δηλ. γράφει «για τη μελλοντική πορεία
του πολιτισμού». Η πρώην Δεσποινίς Τέα
Ρίσιγκ (και τώρα Κυρία Έλφστεντ),
ερωμένη πρώτα του Γέργκεν Τέσμαν,
υπηρετούσε στο σπίτι του ειρηνοδίκη
Έλβστεντ ως οικονόμος και παιδαγωγός,
αλλά, όταν πέθανε η σύζυγός του, ο
ειρηνοδίκης παντρεύτηκε την Τέα, η οποία
όμως ποτέ δεν τον αγάπησε, δε γέννησε
και ζούσε σε συνθήκες τυραννίας. Ο
ειρηνοδίκης είχε προσλάβει και τον
Έιλερτ Λέφμποργκ ως οικοδιδάσκαλο για τα
παιδιά του. Εκεί η Τέα και ο Έιλερτ
ενώθηκαν με τον έρωτα και την κοινή
δημιουργία. Η Τέα τον επηρέασε βαθιά,
ώστε εκείνος να απαλλαγεί από τον
αλκοολισμό, και ως μούσα του τον
ενέπνευσε για το νέο του σύγγραμμα. Έτσι
εκείνη με τόλμη έσπασε το ταμπού της
συζυγικής πίστης, έκαμε την επανάστασή
της, εγκατέλειψε τον άνδρα της και
ακολούθησε τον Έιλερτ Λέφμποργκ.
Σε δύο μέρες, μέσα στις οποίες
εξελίσσεται η πλοκή του έργου, η Έντα
σκηνοθετεί σειρά γεγονότων, τα οποία
είχαν δραματικές συνέπειες για όλα τα
πρόσωπα του έργου. Ο Γέργκεν και ο
Έιλερτ με την «άδειά» της αποδέχονται
την πρόσκληση του Μπρακ για ένα βραδυνό
ξεφάντωμα στο σπίτι του. Η Έντα
ερεθίζοντας τον παλιό έρωτα του Έιλερτ,
φροντίζει να επαναφέρει τον Έιλερτ στο
προηγούμενο πάθος του: τον παρασύρει να
μεθύσει και να επανέλθει στο παλιό του
ελάττωμα. Κι έτσι μετά από ολονύκτια
κραιπάλη στο σπίτι του Μπρακ ο Έιλερτ,
μεθυσμένος και ενώ βάδιζε προς τον
κακόφημο οίκο, έχασε το χειρόγραφο του
δεύτερου έργου του. Το βρήκε όμως ο
Γέργκεν, που ακολουθούσε, αλλά
γνωρίζοντας την κατάσταση του Έιλερτ, το
φύλαξε να τού το παραδώσει, όταν εκείνος
θα είναι νηφάλιος.
Την
αυγή επιστρέφοντας ο Γέργκεν στο σπίτι
του βρίσκει την Τέα, να αγρυπνεί
ολονυχτίς περιμένοντας την επιστροφή
τους, ενώ η Έντα είχε κοιμηθεί καλά. Ο
Γέργκεν μαθαίνει ξαφνικά ότι η άλλη θεία
του, η άρρωστη Ρίνα, πέθανε. Βιάζεται να
φύγει και εμπιστεύεται το χειρόγραφο
στην Έντα να το φυλάξει. Επιστρέφει όμως
ο Έιλερτ Λέφμποργκ περίλυπος και από
εγωισμό ψεύδεται πως τάχα έσκισε και
πέταξε το χειρόγραφο. Χαίρεται η Έντα
για το ψέμα και εκμεταλλεύεται την
απελπισία του και την τάση του για
αυτοκτονία. τού δίνει το ένα πιστόλι και
ως Αδράστεια τον προστάζει να χαρίσει
στον εαυτό του έναν «ωραίο θάνατο».
Αμέσως εκείνη σχίζει το χειρόγραφο και
το καίει στις φλόγες της εστίας. Ο Μπρακ
φέρει την είδηση ότι ο Έιλερτ βρέθηκε
νεκρός στο κακόφημο σπίτι μετά από
κάποια φιλονικία, και με το πλήγμα όχι
στον κρόταφο παρά στην κοιλιακή χώρα. Η
Έντα, φορώντας τώρα ανδρικό παντελόνι,
κυριεύεται από την ορμή του
πεισιθανατισμού: περιφρονεί τον τρόπο
του θανάτου του Έιλερτ, γιατί η σφαίρα
του πιστολιού δεν τον βρήκε ούτε στον
κρόταφο, όπως εκείνη ήθελε, αλλά ούτε
έστω και στο στήθος. Ασφαλώς έπεσε θύμα.
Και λέει στον Μπρακ: «Είναι
λύτρωση να ξέρεις πως μπορεί να γίνει
ακόμα σε τούτον τον κόσμο μια θεληματική
γενναία πράξη. Μια πράξη, που φεγγοβολεί
από άδολη ομορφιά». Ένας τέτοιος
θεληματικός θάνατος θα ήταν και γι’
αυτήν η λύτρωση. Εμφανίζεται η Τέα και
μαθαίνει ότι και ο Έιλερτ, ο έξοχος
διανοητής σύντροφός της και το κοινό
πνευματικό τους τέκνο, το χειρόγραφο,
δεν υπάρχουν πια. Λυπάται ο Γέργκεν και
για τα δύο κακά, αλλά η Τέα θυμάται ότι
έχει φυλάξει τα φύλλα των δοκιμίων, από
όπου είχε αντιγράψει το κείμενο, που τής
είχε υπαγορεύσει ο Έιλερτ. Στο εξής Τέα
και Γέργκεν κάθε βράδυ θα συναντιούνται
στο σπίτι της θείας Γιούλε και θα
συνεργάζονται για την αποκατάσταση του
κειμένου. Έτσι η Τέα θα συνεχίσει το
έργο της μητρότητας και θα έχει τον
τοκετό του πνευματικού τέκνου με άλλο
σύντροφο, τον παλιό εραστή της. Ο Μπρακ,
που γνωρίζει καλά με ποιο τρόπο χάθηκε ο
Έιλερτ, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί αυτό
το μυστικό και ως αντάλλαγμα για τη
σιωπή του προτείνει στην Έντα Γκάμπλερ
να τον δεχθεί ως εραστή της, τρίτον
ανάμεσα στο ζευγάρι («ιψενικό τρίγωνο»).
Η Έντα δεν αντέχει αυτόν τον ολέθριο
εκβιασμό, είναι δειλή, φοβάται το
σκάνδαλο, ακόμα φοβάται και να
εγκαταλείψει τον ανιαρό και άβουλο
Γέργκεν, όπως έκαμε η θαρραλέα Τέα το
δύστροπο ειρηνοδίκη. Βλέποντας ότι έχασε
το παιγνίδι και ότι τώρα βρίσκεται σε
αδιέξοδο, πανικόβλητη αποσύρεται στο
διπλανό δωμάτιο, παίζει λίγο στο πιάνο
συντονίζοντας το κύκνειο άσμα της και
αμέσως στηρίζοντας στον κρόταφο το
πιστόλι της αυτοκτονεί. Ο Μπρακ
εκπλήσσεται, και σχεδόν λιγοψυχισμένος
πάνω στην πολυθρόνα λέει: «Μα
Θε μου μεγαλοδύναμε . . . δεν το κάνει
κανείς αυτό». Αλλά η Έντα Γκάμπλερ,
αυτό το συναισθηματικά ανάπηρο και
ψυχικά ανερμήνευτο πλάσμα, αυτή η
ιδεαλίστρια της ωραίας ζωής, με το
πιστόλι της σκότωσε την Έντα Τέσμαν, τη
γυναίκα της εξάρτησης, της υποτέλειας,
του συμβιβασμού, το αναίτιο θύμα της
κοινωνίας, ενώ η ίδια ζει ακόμα ανάμεσά
μας, αγωνίζεται για τη χειραφέτηση της,
αποστέργει το φυσικό ρόλο της μητέρας,
θἐλει να κατακτήσει κοινωνικούς ρόλους
και ονειρεύεται ένα μέλλον οικουμενικής
ειρήνης και πανανθρώπινης ελευθερίας και
ευδαιμονίας. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρεί η
ασίγαστη και μακρόβια επικαιρότητα του
έργου.
* * *
Οι εφτά χαρακτήρες, σαν τα εφτά χρώματα
στην ανάλυση του ηλιακού φωτός, έκτυπες
και ιδιόμορφες ατομικότητες, ισχυρές
προσωπικότητες με αντιφάσεις, αλλά και
αξιοπρέπεια, παρέχουν στον αναλυτή
σοβαρές αφορμές για διανοητικές
εμβαθύνσεις και ψυχαναλυτικές
προεκτάσεις. «Εκεί
όπου λείπει η προσωπικότητα, κάθε
μεγαλοπρέπεια είναι ένας σκελετός που
κροταλίζει στον αέρα» έγραφε ο Ίψεν.
Το
αινιγματικό και συνάμα τόσο μαγευτικό
αυτό έργο με τον ιδεαλισμό, τον
ρεαλισμό, το συμβολισμό και το έκδηλο
πνεύμα εξέγερσης και χειραφέτησης, με
την αξιοθαύμαστη διάρθρωση, με τις
δραματικές κορυφώσεις και το τραγικό
αδιέξοδο, με διαλεκτικά αρχιτεκτονημένη
και αντιστικτικά εναρμονισμένη πλοκή,
που δεν την επισκιάζει η μοίρα, όπως
τους ήρωες των ελληνικών τραγωδιών, αλλά
που κυριαρχείται από την προσωπική
ευθύνη των ηρώων του, αυτό το έργο
προκαλεί αδιαλείπτως τους μελετητές του
για νέες αναλύσεις, αφού ποτέ μέχρι τώρα
δεν έγινε καθολικά αποδεκτή κάποια
ερμηνεία του.
Κάποιοι σκηνοθέτες μάλιστα παραδίδονται
στον ολέθριο πειρασμό και επενεργούν στο
έργο, για να το «εκσυγχρονίσουν». Αλλά
τούς διαφεύγει μια τεράστια δυσκολία: Η
άβυσσος της ψυχής της Έντα Γκάμπλερ, της
γυναίκας που ονειρεύεται μια ζωή
χαρισάμενη, δοσμένη τέλεια, και τον
κόσμο όμορφο χάρισμα κι αγγελικά
πλασμένο. Ο ίδιος ο Φρόυντ, που τόσο
μελέτησε την ψυχή της γυναίκας, παρά την
μακρά εμπειρία του γύρω από την
Ψυχανάλυση, ιδιαίτερα με τις γυναίκες,
στα γεράματά του ομολογεί: «Σ’
ολόκληρη τη ζωή μου μάταια διερωτόμουνα:
Τι θέλει η γυναίκα;»
Αλλά αυτό, που ο Φρόυντ, ο πατέρας της
Ψυχανάλυσης, δεν έμαθε ποτέ στη ζωή του,
το δίδαξε με την «Έντα Γκάμπλερ» ο
μεγάλος Ίψεν, ο δραματουργός, που δεν
είχε διαβάσει ποτέ του κείμενα του
Φρόυντ. Και είναι το μόνο δράμα του, στο
οποίο ο δημιουργός έδωσε όνομα γυναίκας
και μάλιστα μαζί με το επώνυμο του
πατέρας της. Με τούτο ο Ίψεν ήθελε να
υποδηλώσει ότι η ηρωίδα του ως
προσωπικότητα είναι σα γιος του πατέρα
της, του ηρωικού στρατηγού Γκάμπελ, παρά
σύζυγος του δόκτορα Τέσμαν, αναγυιωμένου
σαν μαμμόθρεφτη κορασίδα. Η Έντα έχει
πολεμικό ήθος, αφού στην καρδιά της δεν
υπάρχει καμιά οδύνη, κανένα συναίσθημα
και κανένας θάνατος. Αυτό που την έχει
κυριεύσει είναι η αγωνία της, αν ο
ελεύθερος και όμορφος άνθρωπος είναι
δυνατόν να πραγματωθεί.
Η Έντα Γκάμπλερ είναι η γοητευτική
αμαζόνα, που περιφρονεί τα πάντα γύρω
της και ως άγγελος κακού ασκεί ληστρικές
επιδρομές στην περιοχή της μοίρας των
ανδρών, γιατί πιστεύει ότι με τέτοιες
νίκες θα τιμωρήσει όχι μόνο όλους όσους
η ίδια περιφρονεί, αλλά και την ίδια της
τη μοίρα. Η ηρωίδα αυτή, πολύπλευρα
εξαρτημένη από άνδρες, κατορθώνει τελικά
να ακυρώσει τη φυλετική τους υπεροχή και
να δώσει τραγικό τέλος στο όνειρο της
τέλειας ζωής. Ούτε λεσβιάζει η ηρωίδα,
-κάτι τέτοιο ούτε γράφεται ούτε
υποδηλώνεται πουθενά στο κείμενο του
συγγραφέα-, αλλ’ ούτε από το «σύμπλεγμα
Ηλέκτρας» κυριαρχείται, όπως άλλοι
σκηνοθέτες υποτύπωσαν. Ο σκηνοθέτης μας
στις πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του ρόλου
της, κοντά στο τέλος του έργου, ντύνει
τη ηρωίδα με ανδρικό παντελόνι. Τούτος ο
ενδυματολογικός αναχρονισμός είναι η
δεύτερη έκπτωση που κάνει ο σκηνοθέτης
από τη γραμμή του συγγραφέα· η πρώτη
είναι η εκδήλωση λεσβιασμού. Ίσως να
ήθελε έτσι να παρουσιάσει την ηρωίδα του
και με τον αρσενικό φαινότυπό της, αλλά
είναι λάθος, που και άλλοι σκηνοθέτες το
έκαμαν, ένα τόσο δειλό, φοβισμένο και
λογικά αστάθμητο πρόσωπο, με ένα
καταστροφικό δαιμονισμό στην ψυχή, να το
έχει ντύσει με το σχήμα παλικαριού.
Διότι πουθενά δεν προκύπτει από το
κείμενο του Ίψεν κάτι σχετικό. ·Απλώς ο
δραματικός αυτός χαρακτήρας
προοιωνίζεται τη γυναίκα του 20ού αιώνα,
που ονειρεύεται και παλεύει να
χειραφετηθεί, για να είναι επίσης
αυτουργός της δικής της μοίρας.
Πάντως αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στο
σκηνοθέτη μας, διότι γενικά παρέμεινε
ευλαβικά πιστός στο πνεύμα του
δραματουργού και δεν αποπειράθηκε να
κάμει «πειραματισμούς» και
«εκσυγχρονισμούς». Το ρεαλιστικό θέατρο
πρέπει να ευλαβείται τη ζωή του καιρού
και του τόπου, που γέννησαν το έργο, και
να διατηρεί αυθεντικά και αναλλοίωτα το
τοπικό και το χρονικό χρώμα του, όπως
δογμάτισε ο πρόδρομός του, ο
Ρομαντισμός.
Τέλος θα ήταν άκρως θελκτική μια δίκαια
και τιμητική πρόταση: να παιχθεί από τον
αγρινιώτικο θίασο το έργο αυτό και στο
Όσλο, όπου κάθε χρόνο τελείται το
Ibsen-Kultur-Festival,
ή στο κάθε δύο χρόνια διεξαγόμενο εκεί
διεθνές
Ibsen Stage Festival,
αφού εκεί παίζονται μόνο έργα του Ίψεν,
όπως τα διδάσκουν σπουδαίοι θίασοι των
διαφόρων χωρών του κόσμου. Και τούτος ο
θίασος του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου με αυτό το
έξοχο καλλιτεχνικό κατόρθωμα είναι
σπουδαίος και τού αξίζει μια τέτοια
τιμή.
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης