Η ίδια η έννοια του λόγου, στην απλούστερη εκδοχή της, εκείνη δηλαδή της προφορικής ή γραπτής ομιλίας, που διέπεται από τους κανόνες της παραδεδεγμένης λογικής, δρά από μόνη της ως περιορισμός της ελευθερίας του λόγου. Δηλαδή το παράλογο δεν νοείται ως ομιλία, ως όργανο επικοινωνίας. Αντιθέτως όταν εκφέρεται, παραβιάζει, εάν δεν αναιρεί εντελώς, την ελευθερία του λόγου. Συνεπώς ο ελεύθερος λόγος αυτοδεσμεύεται να είναι έλλογος. Όχι παράλογος. Και για την αιτία αυτή αυτοπεριορίζεται. Θέτει ο ίδιος ο ελεύθερος λόγος τα όρια της ελευθερίας του.
Όμως τα όρια της κάθε ελευθερίας βρίσκονται ίσως στην υπέρβαση των ορίων. Μία δε από τις δυνάμεις του λόγου που κινούνται στην περιοχή των ορίων της ελευθερίας του λόγου και της υπερβάσεώς του είναι η ποίηση. Η ποίηση, υπερβαίνει τα όρια. Ιδίως τα όρια του συμβατικού λόγου. Και εάν ακόμα δεν νομοθετεί τον λόγο, όπως επαίρονται κάποιοι, τουλάχιστον τον αναδιατάσσει.
Εξ άλλου, ο υπερρεαλισμός, που αποδέχεται το όνειρο (την ονειρική πραγματικότητα) και την εικόνα σαν ένα άλλο μέσο έκφρασης και μάλιστα γνησιότερο από τον καθιερωμένο (συμβατικό) λόγο μέσο έκφρασης και μέσο κατανόησης των πραγμάτων και επικοινωνίας μ αυτά, παραβιάζει τα καθιερωμένα (τα συμβατικά) όρια της ελευθερίας του λόγου. Και εάν δεν παραβιάζει τα όρια της ελευθερίας του λόγου, με τα οποία ο ίδιος ο λόγος αυτοδεσμεύεται για να είναι ελεύθερος, τουλάχιστον διακηρύσσει και αποδέχεται την ονειρική πραγματικότητα και την ασύνδετη αλληλουχία των εικόνων (τον αυτοματισμό της γραφής) όχι απλώς σαν ιστορικά προηγούμενα από το λόγο μέσα εμπειρίας, έκφρασης και επικοινωνίας του ανθρώπου με τον κόσμο και με τα πράγματα, αλλά οπωσδήποτε, όπως υποστηρίζει, σαν μέσα ισοδύναμα και αυθεντικότερα από τον λόγο.