O λόγος και η Τέχνη:

Δημοσθ. Γ. Γεωργοβασίλη:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

O εργάτης της αβύσσου

 

Δεν ήταν άθεος, ούτε υλιστής, ούτε κομουνιστής ο Νίκος Καζαντζάκης· ήταν απλώς ένας ασυμβίβαστος homo viator, ένας ακάματος οδοιπόρος στις ατραπούς της γνώσης, και εμμανής ζητητής της ελευθερίας· ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να είναι περήφανος μέσα στην αβυσσαλέα τραγικότητά του. Προοδευτικά συνειδητοποιεί ότι η ζωή εξελίσσεται ανάμεσα σε δύο σκοτεινές αβύσσους: την άβυσσο, από όπου ερχόμαστε, και την άβυσσο, όπου καταλήγουμε. «Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή».

      Ο ίδιος ενωρίς, σε ηλικία 40 ετών, γράφοντας την «Ασκητική» του, καταθέτει τα στοιχεία της πνευματικής του ταυτότητας και δηλώνει το τριπλό χρέος του, καθώς προετοιμάζεται για να μπει στον δρόμο για τον αγώνα της λύτρωσης και της ελευθερίας. Το πρώτο χρέος του είναι να ακροάζεται τη φωνή του νου του: «Είμαι ο εργάτης της άβυσσος. Είμαι η θεωρία και η πράξη. Είμαι ο νόμος. Έξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει». Και όμως ο νους υπάρχει και αναγνωρίζει τα όριά του. Αλλά το φως του νου δεν φτάνει να εισχωρήσει στα αρίφνητα σκοτάδια των αβύσσων.

      Προχωρεί στο δεύτερο χρέος: Να θραύσει τα σύνορα του νου, τα σύνορα του ανθρώπου. Γι’ αυτό ακούει τη φωνή της καρδιάς: «Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου!  Να πεθαίνεις και να λες: ΄Θάνατος δεν υπάρχει΄!». Γι’ αυτό, ωσάν το δεσμώτη του πλατωνικού σπηλαίου ή των παλαμικών αλυσίδων, εξαγγέλλει στους άλλους, τους πολλούς, που κι εκείνοι, χωρίς να το ξέρουν, βρίσκονται ανάμεσα στις δύο αβύσσους, την απόκρισή του στη φωνή της καρδιάς, που κι αυτή υπάρχει: «Και μάχουμαι πώς να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω ένα ακέραιο λόγο. Να τους πω τί φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία· και κατά πού ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. [. . .] Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους». Με το χρέος αυτό εκφράζει την ακοίμητη αγωνία του να συστήσει αγωνιστική και συντροφική κοινότητα, για να «δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινο αγώνα». Αλλά και η καρδιά μ’ αυτή την αγωνία της το μόνο που μπορεί είναι δώσει στον αγώνα, είναι η ελπίδα, η οποία όμως κορυφώνει την αγωνία.

      Και τέλος, το τρίτο χρέος: Ο αγώνας αυτός δεν θα κερδισθεί, αν δεν κατανικηθεί ο πειρασμός της ελπίδας. Γιατί η ελπίδα, που κι αυτή δηλώνει την παρουσία της, αδερφωμένη με τη φόβο, εμποδίζει την ύπαρξη να βιώσει το παρόν, που είναι το μόνο που υπάρχει. «Υπάρχει η τωρινή στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη». Κι αλλού: «Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!». Κι αφού απορρίπτει το νου, την καρδιά και την ελπίδα, θα καταλήξει: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου και την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος».

      Κι έτσι ελεύθερος μπαίνει στη μεγάλη πορεία, για να ανεβεί τον ανάντη δρόμο της εξέλιξης του Εγώ σε Φυλή, της Φυλής σε Ανθρωπότητα και της Ανθρωπότητας σε Γη και Σύμπαν. Σ’ αυτή την πορεία θα γνωρίσει την ευτυχία ως βίωση της δυστυχίας, και «με αθόλωτο μάτι» θα ιδεί ως φως «όλα τα σκοτάδια». Εκεί μέσα θα γνωρίσει ότι «η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ». Ένας αγώνας ανηφορικός, παρόμοιος με τον αγώνα του Θεού, ο οποίος δημιούργησε τα φυτά, τα ζώα και τους ανθρώπους ως «σκαλοπάτια για να πατήσει και ν’ ανέβει» κι αυτός.

      Τι είναι ο Θεός; Με όποιο όνομα κι αν τον ονοματίσει (Άβυσσο, Μυστήριο, Απόλυτο  Σκοτάδι, Απόλυτο Φως, Ύλη, Πνέμα, Τελευταία Ελπίδα, Τελευταία Απελπισία, Σιωπή), ο Θεός είναι ένας «κύκλος των στροβιλιζόμενων δυνάμεων», που δεν παύει να είναι το mysterium tremendum et fascinosum, ο περιγραφικός τύπος της θρησκευτικής εμπειρίας, η απρόσωπη ουσία ως πυρήνας στη θεωρία του Υψηλού και του Μεγαλειώδους, ο Αόρατος, που όμως δεν είναι παντοδύναμος, πανάγαθος και πάνσοφος. Είναι κι αυτός αγωνιστής, για την επιβίωσή του, που ζητάει εναγωνίως βοήθεια από τον άνθρωπο κι από ολόκληρο το σύμπαν, για να υπάρχει. Είναι «ένας άνεμος ερωτικός, που συντρίβει τα κορμιά για να περάσει». Και «δεν μπορεί να σωθεί, αν εμείς με τον αγώνα μας δεν τον σώσουμε· δεν μπορούμε να σωθούμε, αν αυτός δε σωθεί». Γι’ αυτό και «η ζωή μας είναι στρατιωτική θητεία στην υπηρεσία του Θεού». Το αγωνιστικό μας χρέος είναι «να λευτερώσουμε το Θεό το θαμμένο μέσα στην ύλη και μέσα στην ψυχή μας». Τότε θα αποδειχθεί ότι ο Θεός είναι ένας «αργάτης» της ζωής, ένας επαναστάτης, που κηρύσσει τον πόλεμο στους άπιστους. Και «άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι». Όλοι αυτοί έκαμαν τη ζωή αυτοσκοπό και έγιναν άνεμος ολέθρου. Όμως «η ζωή δεν είναι σκοπός, είναι όργανο κι αυτή, όπως ο θάνατος, όπως η ομορφιά, η αρετή, η γνώση. Όργανο τίνος; Του Θεού, που πολεμάει για λευτεριά».

      Αλλ’ αυτό που ενώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους, με τη φύση και τον κόσμο, είναι ο Έρωτας. Είναι μια κοσμογονική δύναμη, ένας τυραννικός ηγεμόνας, που σαν κακός «οικογενειάρχης, δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά του ίσια το ψωμί και το μυαλό». Κι όπως ο Παρμενίδης μπαίνει στο δρόμο της αναζήτησης της αλήθειας του Είναι εποχούμενος στο άρμα, που σέρνουν οι τέσσερις φοράδες, δηλ. οι άλογες ορμές και ορέξεις της ψυχής, παρόμοια κι ο Καζαντζάκης βάζει τον Έρωτα, το πιο άλογο στοιχείο του κόσμου, να φέρεται στο δρόμο της ζωής πάνω στο άρμα, που το σέρνουν τέσσερις φοράδες: η Αδικία, η Σκληρότητα, η Λαχτάρα, η Πείνα, και το οδηγούν «πάνω στην κακοτράχαλη τούτη γης».

      Η ιδιότυπη, αλλού πλωτινική και περισσότερο πανθεϊστική, θεολογία του Καζαντζάκη θα βρει σ’ όλα τα όντα της φύσης πανταχού παρόντα το Θεό ως Έρωτα πλάστη και Χάρο χαλαστή. Ολόκληρη η πνευματική δημιουργία του είναι προϊόν της μοναδικής λαχτάρας του να συλλάβει «τί κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τί είναι το μυστήριο που γεννάει και σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία». Στην λαχτάρα του αυτή ζήτησε βοηθούς, οδηγούς και συντρόφους του τον Όμηρο, το Δάντη, το Δαρβίνο, το Σπένσερ, το Νίτσε, τον Μπερξόν, το Βούδα και τελικά βρήκε ως φίλο και αλάθητο οδηγό του τον Αλέξη Ζορμπά. Όλοι αυτοί ακούνε τη έκκληση του συγγραφέα για βοήθεια και σπεύδουν ολοπρόθυμα ως salvatores dei να τον λυτρώσουν και να τον βγάλουν μέσα από τον ηρωικό όσο και μηδενιστικό του πεσιμισμό. Επανειλημμένα θα τονίσει την εδραία πίστη του στο μηδέν: «τίποτα δεν υπάρχει»· και θα κατακλείσει το σύμβολο της φιλοσοφικής του πίστης «και το ένα τούτο δεν υπάρχει».

* * *

      Δεν θ’ ασχοληθούμε εδώ με το πλήθος των αντιφάσεων, που συναντάμε στα έργα του Καζαντζάκη, γιατί είναι γνωστό ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, αλλά και από τα κείμενα του Σοπενχάουερ, τα οποία ο Καζαντζάκης ιδιαιτέρως αγαπούσε, ότι ο άνθρωπος είναι το ον των αντιφάσεων. Μια μόνο αντίφασή του θέλουμε να τονίσουμε: Από τη μια ομολογεί το μηδενισμό του και από την άλλη δέχεται ότι υπάρχουν τα φαινόμενα, υπάρχει η ζωή. Και αυτής της ζωής θέλει να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά, να γνωρίσει «αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, μια ανώτερή μου ουσία». Στον άπαυτο αγώνα και την ακοίμητη αγωνία του αναγνωρίζει πως η ζωή είναι άναρχη, δηλαδή ούτε αρχή ούτε αρχές και νόμοι την διέπουν. Επομένως δεν αναγνωρίζει όρια ούτε στις δυνατότητες της γνώσης και της πράξης ούτε τέλος στην πορεία του κόσμου. Η ζωή είναι μια απισώδρομη κίνηση, ένα αιώνιο ρεύμα, μια «άπαυτη ροή του κόσμου». Δεν αναγνωρίζει σύνορα κι όπου τα βλέπει να ορθώνονται, τολμάει να επιχειρήσει τη διάρρηξη και την υπέρβασή τους. «Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι  θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!». Όλα τούτα λοιπόν πώς μπορούν να συμβιβάζονται με έναν ριζικό μηδενισμό;

* * *

      Δεν είναι επομένως ο Καζαντζάκης ούτε άθεος ούτε υλιστής. Αλλ’ ούτε και κομουνιστής υπήρξε ποτέ του. Ευρισκόμενος στη Γερμανία το 1923, χρονιά που με τη βαριά αρρώστια του Βλαντιμίρ Λένιν (εγκεφαλικό και παράλυση) κορυφώθηκαν οι καταχρήσεις των σοσιαλιστικών ιδεωδών και η διαφθορά της εξουσίας, γνώρισε μια συντροφιά διανοούμενων Γερμανών, Πολωνών και Ρώσων κομουνιστών, οι οποίοι δε μπορούσαν πλέον να αναπνεύσουν ελεύθερα μέσα στην ασφυκτική, καθυστερημένη και υλιστική εκδοχή της κομουνιστικής ιδέας. Τότε έγραψε εκεί και την «Ασκητική» του, την οποία ήθελε να απολύσει ως κραυγή αγωνίας και έκφραση του μετακομουνιστικού credo. Βεβαίως επισκέφθηκε επανειλημμένως τη Ρωσία, όπου διέμεινε πολλές μέρες, είχε μάλιστα δημοσιεύσει αρκετά κείμενά του και στην Πράβδα· είχε γνωρίσει και συνδεθεί φιλικά με τον σπουδαίο Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, τον οποίο είχε φέρει και στην Αθήνα ως ομιλητή σε συγκέντρωση, και γι’ αυτό άλλωστε η αστυνομία τον είχε συλλάβει και φυλακίσει μαζί με το Δημήτρη Γληνό και παρ’ ολίγο να είχαν καταδικασθεί. Είχε φίλους σημαντικούς Έλληνες και Ρώσους κομουνιστές. Αλλά μάταια θα αναζητήσει κάποιος ίχνος μαρξιστικής ιδέας τόσο στην «Ασκητική» όσο και σ΄ όλα τα άλλα έργα του. Γιατί, ως γνωστόν, «παν δένδρον εκ του καρπού γιγνώσκεται».

* * *

      Είπαν πως η «Ασκητική», το φιλοσοφικό τούτο «πιστεύω» του ώριμου πλέον συγγραφέα, είναι οι αποκρυσταλλωμένες αναμνήσεις του από την πολυετή συντροφιά του με τον άνθρωπο, που άφησε στην ψυχή του τα βαθύτερα ίχνη. Στον πρόλογο του μυθιστορήματός του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» ο συγγραφέας ομολογεί: «Ο Ζορμπάς με δίδαξε ν’ αγαπάω τη ζωή και να μη φοβούμαι το θάνατο». Και όμως ο ήρωάς του είναι ένα αμάλγαμα δαρβινισμού, νιτσεϊσμού και μπερξονισμού. Είναι ένα σύμβολο και υπόδειγμα ανώτερης ζωής. Δεν είναι συνηθισμένος μυθιστορηματικός τούτος ο ήρωας του Καζαντζάκη. Είναι ο άνθρωπος των ενστίκτων και της διαίσθησης. Ένας απαίδευτος εργάτης εξυψώνεται σε έναν τυπικό νιτσεϊκό άνθρωπο, ένα διονυσιακό χαροκόπο, δεμένο άρρηκτα με τα αγαθά της γης, έναν άνθρωπο πέραν του καλού και του κακού, που ακούει μια εξωλογική φωνή, που τον συμβουλεύει να υπακούει μόνο στις προσταγές των ενστίκτων του. Ο δικός του «Ζορμπάς» αρνείται την κατεστημένη ισχύ της Λογικής, της Ηθικής και της Πίστης, ακόμα και τον προστακτικό πατριωτισμό. Γι’ αυτόν η υπαγορευμένη αγάπη προς την πατρίδα είναι μια απαράδεκτη απαίτηση. «Άκουσέ με: Όσο υπάρχουν πατρίδες, ο άνθρωπος θα παραμένει ένα θηρίο, ένα άγριο θηρίο. . .» συμβουλεύει ως δάσκαλος το διανοούμενο φίλο του συγγραφέα. Ο «Ζορμπάς», καθώς είκοσι χρόνια μετά την «Ασκητική» ωρίμασε και ολοκληρώθηκε ως χαρακτήρας στο φερώνυμο μυθιστόρημα, είναι ένα απείκασμα του νιτσεϊκού Υπερανθρώπου. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο Καζαντζάκης τόσο στην «Ασκητική» όσο και στο μυθιστόρημα μεταχειρίζεται ύφος και γλώσσα παρόμοια μ’ εκείνη, που διαβάζουμε στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα».

 

* * *

      Επειδή όμως η Λογική και η Πίστη δοκιμάζονται και ουσιώνονται μόνο μέσα στην πράξη, γι’ αυτό είναι χρήσιμο εδώ να διευκρινισθεί ειδικά το νόημα της Ηθικής, όπως, νομίζω, την αντιλαμβάνεται ο Καζαντζάκης.

      Η Ηθική λοιπόν, που υπερασπίζεται ο στοχασμός του Καζαντζάκη, είναι ανοιχτή, δηλ. έχει ως βασική αρχή της τον αγώνα για τη ζωή, που διεξάγεται μέσα από τη δημιουργική πράξη, η οποία ως τέτοια είναι πάντα πράξη ελευθερίας. Η Ηθική του δεν είναι βιολογική, δηλ. επιταγή της φύσης και συνέπεια της αυθαιρεσίας των ενστίκτων. Γιατί τότε και η ζωή δεν θα είχε κανένα νόημα, αν και μόνο η δύναμη του ενστίκτου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δίκαια βάση για κάθε πράξη. Ούτε πάλι δέχεται τη ζωή ως ιερή και απόλυτη ουσία, και επομένως ως αυταξία. Γιατί τότε θα δεχόταν ότι υπάρχει κάποιος υπερβατικός λόγος, που υπαγορεύει το περιεχόμενο και τον τρόπο εκτέλεσης κάθε πράξης· άρα θα απέρριπτε την ελευθερία. Η Ηθική του Καζαντζάκη αναγνωρίζει την ίδια τη ζωή ως υπεύθυνη απέναντι στη συνείδηση του ατόμου και της κοινωνίας. Την ορθότητα της κρίσης της συνείδησης εγγυάται και εξασφαλίζει μια εξωλογική, αλλ’ όχι υπερλογική, δύναμη του ανθρώπου, την οποία οι Επικούρειοι και ο Πρόκλος είχαν ονομάσει «επιβολή», δηλ. αιφνίδια κατανόηση της αλήθειας με βάση το εσωτερικό φως και όχι με τον «διεξοδικό λόγο», και ο Μπερξόν με τη λατινική της μετάφραση intuition, «διαίσθηση».

      Ο «Ζορμπάς» του λοιπόν δεν είναι μόνον ο ρέκτης του ενστίκτου, αλλά με τη δύναμη της διαίσθησής του, και επομένως και με την ελευθερία της βούλησής του, είναι και ο αγωνιστικός υποφήτης της ζωής· αυτή μόνο τον καθοδηγεί στα βουλήματα και τα ενεργήματά του, και αυτήν μόνο εκφράζει. Τούτη η θεωρία συγγενεύει σε πολλά σημεία με εκείνη, που διαμόρφωσε τον περασμένο αιώνα το φιλοσόφημα του Μπερξόν, το οποίο εντάσσεται στο χώρο της «Φιλοσοφίας της Ζωής» και έχει ως πυρήνα της την «ζωτική ορμή» (élan vital) του ατόμου.

* * *

      Η παγκόσμια αναγνώριση του Έλληνα συγγραφέα, προήλθε αρχικά από την αρνητική διαφήμιση, που του επιφύλαξε το Βατικανό, από την ώρα που ενέγραψε το μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος πειρασμός» στον «Κώδικα των Απαγορευμένων Βιβλίων»· στη συνέχεια από τον μεγάλο κοινωνικό θόρυβο των φανατικών, θρησκόληπτων ημεδαπών ανδρείκελων της χριστιανικής πίστης, [που ευτυχώς η παρέμβαση του φωτισμένου πατριάρχη Αθηναγόρα προς στην ελλαδική Εκκλησία, την προστάτεψε να μη χρεωθεί με το ασήκωτο όνειδος του αφορισμού του συγγραφέα, τον οποίον όμως η γενέτειρά του Κρήτη κήδεψε εκκλησιαστικώς με την ελληνοπρεπή και αρμόζουσα λιτή μεγαλοπρέπεια]. Αλλά περισσότερο έγινε κοσμοξάκουστο το όνομά του από τη η γοητεία του λόγου του και  από το τιμημένο με τρία Όσκαρ ομώνυμο κινηματογραφικό έργου του Μιχ. Κακογιάννη. Το έργο εκείνο έδειξε ότι μέσα στο «Ζορμπά» και κάτω από το νιτσεϊκό του επίχρισμα κρύβεται ο αιώνιος Έλληνας. Με το έργο αυτό κυρίως έκαμε τα διεθνή επιφάνειά της μια άλλη, ξεχασμένη Ελλάδα, η Ελλάδα του Βάκχου και του Απόλλωνα.

      Ο «Ζορμπάς» τώρα είναι ο πολύπλαγκτος Οδυσσέας, ο οικουμενικός, ο κοσμοπολίτης, το αιώνιο σύμβολο του ανειρήνευτου αγώνα για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου σε κάθε εποχή και όπου γης. Και αυτό φαίνεται έκτυπα στο άλλο μεγάλο έργο, την «Οδύσσεια», όπου ο συγγραφέας συγκεφαλαιώνει ολόκληρη τη φιλοσοφική του καρποφορία. Εκεί ο ήρωας της «Οδύσσειάς» του μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη, αρματώνει καράβι και με λίγους αλλ’ εκλεκτούς συντρόφους ξεκινάει για νέες περιπέτειες, για νέες εξερευνήσεις, για λίγο φως μέσα στα σκοτάδια του αόρατου, μετεωριζόμενος με ίλιγγο πάνω στους γκρεμούς της αβύσσου.

      Ο «Οδυσσέας» είναι η άγρυπνη συνείδηση, που είναι ταυτόσημη με την τόλμη, την επινόηση και την ελευθερία. Η εσώτατη ουσία της συνείδησης γίνεται αισθητή μέσα από το σύμβολο. Το σύμβολο, αρχικά ως «Ζορμπάς» και τελικά ως «Οδυσσέας», με την αδιάκοπη κίνησή του μέσα στο χρόνο παρασταίνει την καθαρή διάρκεια, που βέβαια δεν είναι κάποια μεταφυσική πραγματικότητα ή αναγωγή, αλλά μια γέφυρα, που ενώνει το αντικείμενο με το υποκείμενο και καθιστά νοητή μια εκδοχή της μεταφυσικής ουσίας του κόσμου, που βρίσκεται σε αέναη και καθαρή ροή. Τότε η συνέχεια, η καθαρή ροή και η καθαρή διάρκεια γίνονται ένα, μία και αδιαίρετη οδυσσειακή πορεία μέσα στον κόσμο, μία ζώσα κίνηση, είναι, όπως λέει ο Μπερξόν, «η ακατάπαυστη ζωή, η ελεύθερη δημιουργία, η ελευθερία» (il est vie incessante, action, liberté). Τότε ο «Οδυσσέας», ως σύμβολο της «ζωτικής ορμής», όπως την βλέπει ο Μπερξόν, είναι μια δύναμη του κόσμου, μια «δημιουργός εξέλιξη» της ζωής.

* * *

      Με όλα όσα μέχρι τώρα εκτέθηκαν, αν και τόσο συνοπτικά, προκύπτει, νομίζω, αβίαστα ότι ο Καζαντζάκης ως στοχαστής είναι μάλλον ιδεαλιστής και μυστικιστής και όχι υλιστής και άθεος. Γιατί πιστεύει, και αυτό πασχίζει να αποδείξει, ότι η δύναμη του ενστίκτου, η φωταύγεια της διαίσθησης και η δημιουργός εξέλιξη δεν είναι κατορθώματα του ανθρώπου, αλλά η φυσική του προικοδότηση, η οποία μέσα στη συνέχεια του χώρου και τη διάρκεια του χρόνου ολοένα και πολλαπλασιάζεται και επεκτείνοντας το άνυσμα της τραγικότητας της ζωής δείχνει στον άνθρωπο τα χείλη των δύο αβύσσων.

      Η ζωή ως το υπαρκτό ενδιάμεσο στις δύο αβύσσους υποφέρει από δύο δυνάστες: την Ηθική και τη Θρησκεία. Οι δύο τούτοι τύραννοι και αρνητές της ελευθερίας έχουν δύο πηγές: από τη μια μεριά τους απρόσωπους και απαγορευτικούς κανόνες συμπεριφοράς, που προστακτικά υπαγορεύει η κοινωνία, και από την άλλη ένα πλήθος εκκλήσεων προς τη συνείδηση κάθε ατόμου, για να πράττει «αυτό που είναι καλύτερο για την ανθρωπότητα». Κι όλα αυτά γεννιούνται από την πονηρία της ζωής (πονηρά είναι όλα τα ζώα), η οποία έτσι καταστέλλει τη φυγόκεντρη τάση της ευφυΐας και επιβάλλει μιαν αποπνευματωμένη ευσέβεια ως αντίβαρο στην αυθαιρεσία του ενστίκτου.

      Από τους δύο αυτούς δεσμώτες της ύπαρξης του ανθρώπου, που με το Φόβο και την Ελπίδα την κρατούν σφικτά δεμένη, όπως τα δύο όργανα του Δία, το Κράτος και η Βία, οδηγούν στον Καύκασο τον αλυσοδεμένο Προμηθέα, ο άνθρωπος λυτρώνεται μόνο με το θάνατο της σάρκας. Γι’ αυτό και μόνο πάνω στον τάφο του ταιριάζουν τα περήφανα όσο και ουτοπικά λόγια του Καζαντζάκη: «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, . . . είμαι λεύτερος».

Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης