Τα γεγονότα είναι σεβαστά. Τα σχόλια ελεύθερα.

Image description goes here Image description goes here Image description goes here

Θέματα:

Η  Ορεινή Κτηνοτροφία  μοχλός συγκράτησης του πληθυσμού

Γράφει ο Θαν. Γιαννακόπουλος, καθηγητής Α.Π.Θ

 


Στη διάρκεια της 10ης Διεθνούς έκθεσης για την κτηνοτροφία και την πτηνοτροφία Zootechnia  από ειδικούς και μη, ειπώθηκε ότι τα ελληνικά ζωικά προϊόντα  είναι από άποψη ποιότητας ασυναγώνιστα ενώ η ορεινή κτηνοτροφία (πρόβατα, γίδια)  αποτελεί το μοχλό ανάπτυξης των ορεινών περιοχών της χώρας μας. Ανάπτυξη που σημαίνει παράλληλα και πληθυσμιακή άνθηση των οικισμών που βρίσκονται εκεί που φωλιάζουν οι αετοί. Την διαπίστωση αυτή την ανακοινώσαμε μαζί τον καθηγητή Νικ. Μπαλτά (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) πριν 15 και πλέον χρόνια σε συνέδριο της Εταιρείας Ευρυτάνων Επιστημόνων(1) στο Καρπενήσι σε εισήγησή μας  με τίτλο «Γιατί Ερήμωσε ο Τ. Δήμος Ευρυτάνων». Από την εισήγηση αυτή με χρήση οικονομετρικών μεθόδων αποδείχθηκε ότι η κτηνοτροφία συνδέεται στενά με την παραπάνω διαπίστωση. Ακόμη το εισόδημα από την κτηνοτροφία αποτελούσε τη μοναδική πηγή για τη συγκράτηση του πληθυσμού και την ανάπτυξη παράλληλων εκδηλώσεων στο χώρο πανηγύρια, γάμοι κτλ. Συγκεκριμένα σε ορισμένα σημεία της εισήγησης αναφέρεται: ότι η μετανάστευση, τόσο στο εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό, αποτέλεσε ένα από τα κυρίαρχα φαινόμενα της μεταπολεμικής Ελλάδας, με σοβαρές συνέπειες για την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της χώρας. Οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου, και κυρίως ο εξισορροπητικός του ή μη χαρακτήρας στην περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη, καθώς και τα αίτια που το προκαλούν, έγιναν αντικείμενο πολλών ερευνητικών προσπαθειών. Η έλλειψη όμως κατάλληλων στατιστικών δεδομένων από τις  ορεινές περιοχές, είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστούν οι έρευνες σε επίπεδο συγκριτικής στατιστικής αναλύσεως με ελάχιστες εξαιρέσεις οικονομετρικής διερευνήσεως του προβλήματος, με συνέπεια να αγνοούνται οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μετανάστευση.

Εξ’ αιτίας του ειδικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν οι επιδράσεις της μεταναστεύσεως στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον ορισμένων αγόνων και ορεινών περιοχών της Ελλάδας, καταβλήθηκε προσπάθεια οικονομετρικής διερευνήσεως των παραγόντων που επηρεάζουν τη φαινομενική μετακίνηση του πληθυσμού (μεταβολή του πληθυσμού εξ’ αιτίας της εισροής και εκροής μεταναστών) για την περιοχή του τ. Δήμου Ευρυτάνων, που πριν τον πόλεμο του ’40 διέμεναν περισσότερα από 10.000 άτομα και εμφάνιζε τη μεγαλύτερη, συγκριτικά με τους τ. Δήμους του Νομού Ευρυτανίας, κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα. Ο τ. Δήμος Ευρυτάνων, που συνδέθηκε πρώτος από όλους, χάρις στην προσωπική εργασία των κατοίκων του, με αμαξιτό δρόμο με το Καρπενήσι και τη Λαμία, σήμερα κατάντησε να είναι ο πιο έρημος, αφού ο πληθυσμός του ανέρχεται μόλις στους 1543 κατοίκους που αντιπροσωπεύει το 5,9% του πληθυσμού του Νομού . Εξ’ αρχής πρέπει να τονιστεί ότι τα ανεπαρκή στατιστικά στοιχεία περιόρισαν μέχρις ενός βαθμού την ανάλυση. Από την εργασία αυτή αναφέρονται τα συμπεράσματα τα οποία, δυστυχώς και σήμερα έχουν τη σημαντική αξία τους.

Ειδικότερα για τον τ. Δήμο Ευρυτάνων, που περιλαμβάνει 7 Κοινότητες (Αμπλιάνης, Δομνίτσας, Κρικέλλου, Μεσοκώμης, Ρωσκάς, Στάβλων και Ψιανών), η μείωση του πληθυσμού ήταν δραματική: από 10.000 και άνω κατοίκους που ζούσαν πριν τον πόλεμο του ’40, αυτοί μειώθηκαν σε 1.543 σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής του 1991 και αντιπροσωπεύουν μόλις το 5,9% του συνολικού πληθυσμού του Νομού (σήμερα ο μόνιμος πληθυσμός είναι πολύ μικρότερος).Τα αποτελέσματα από την οικονομετρική διερεύνηση μπορούν να θεωρηθούν ως ικανοποιητικά. Η επεξηγηματική ικανότητα είναι πολύ υψηλή (R-2 = 0,97). Από τη συνάρτηση που εκτιμήσαμε προκύπτει ότι το ακαθάριστο κτηνοτροφικό εισόδημα προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό τις διακυμάνσεις της φαινομενικής μεταναστεύσεως. Επίσης σημαντική επίδραση φαίνεται να έχει στη μετανάστευση η ποιότητα ζωής των κατοίκων της περιοχής του τ. Δήμου Ευρυτάνων. Συγκεκριμένα, οι δυσμενείς συνθήκες εργασίας (υποαπασχόληση), παρεχομένης παιδείας (κανένα Δημ. Σχολείο δεν λειτουργεί στον τ. Δήμο), ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως, κλπ. ευνόησαν, μαζί με τα όσα αναφέρθηκαν, τη μετανάστευση. Εξάλλου το γεγονός ότι η ψευδό μεταβλητή βρέθηκε στατιστικά σημαντική και με αρνητικό πρόσημο μπορεί να σημαίνει ότι οι συνθήκες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 80 κατέστησαν την παραμονή των κατοίκων στην περιοχή αυτή πιο δυσμενή.

Με άλλα λόγια από τα πρόσημα των συντελεστών που εκτιμήσαμε για το εισόδημα, που εκφράζεται από το κτηνοτροφικό εισόδημα, καθόσον η κτηνοτροφία αποτελούσε και αποτελεί τη μοναδική θα λέγαμε απασχόληση του πληθυσμού στην περιοχή, προκύπτει ότι τα πρώτα χρόνια της περιόδου που μελετάμε, ο παράγοντας εισόδημα επιδρά θετικά, με συνέπεια να παρατηρείται καθαρή παλινόστηση και άρα αύξηση του πληθυσμού των κοινοτήτων αυτών. Αντίθετα για τη μετά το 1982 περίοδο, φαίνεται ότι το εισόδημα, παρά τις όποιες αυξητικές μεταβολές του, δεν μπόρεσε να άναχαιτήσει το μεταναστευτικό ρεύμα από τις κοινότητες αυτές.

Το γεγονός αυτό προκύπτει και από το αρνητικό πρόσημο του συντελεστή χρόνου, η παρεχόμενη που στη μεταβλητή αυτή, μελετώντας όλη τη φυσιογνωμία της περιοχής, ενσωματώνονται άλλοι παράγοντες, όπως η πρόσβαση σε υπηρεσίες ποικίλης μορφής και γενικά άλλοι εκτός εισοδήματος δείκτες επιπέδου ζωής μιας περιοχής. Οι δείκτες αυτοί ήσαν αρνητικοί καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, γεγονός που εξηγεί γιατί ερήμωσε ο τ. Δήμος Ευρυτάνων.

Για να σταματήσει η φυγή των ανθρώπων και να πάψει να ερημώνει ο τόπος, πρέπει να υπάρξουν από τη μια μεριά θέσεις εργασίας, κυρίως για τους νέους, και από την άλλη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των ανθρώπων που μένουν σε αυτά τα μέρη.

Θέσεις εργασίας, όπως αποδείχτηκε από την έρευνα αυτή, προσφέρει η ανάπτυξη της Κτηνοτροφίας, ενώ βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης θα μπορούσε να γίνει με οργάνωση των κοινοτήτων σε διάφορα επίπεδα, με την υλοποίηση διάφορων προγραμμάτων τοπικού ενδιαφέροντος κλπ.

Τα μέτρα που οδηγούν στην ανάπτυξη της Κτηνοτροφίας μπορούν να διακριθούν σε μέτρα έργων υποδομής και σε εκείνα των παραγωγικών επενδύσεων.

Στα μέτρα υποδομής περιλαμβάνονται: Μελέτη των βοσκοτόπων της περιοχής του τ. Δήμου Ευρυτάνων για τον καθορισμό και την οριοθέτηση των κτηνοτροφικών ζωνών. Σε κάθε κτηνοτροφική ζώνη πρέπει να γίνει καθορισμός των λειβαδικών μονάδων, οριοθέτηση και κατασκευή των χώρων σταβλισμού (κτηνοτροφικών πάρκων). Η οργάνωση του κτηνοτροφικού πάρκου απαιτεί έργα υποδομής π.χ. χώρους διαχειρίσεως λυμάτων, παρασκευαστήριο ζωοτροφών, έργα υδρεύσεως, καθώς και εγκαταστάσεως στάβλων. Οι τελευταίοι, ανάλογα με τον αριθμό των ζώων, θα είναι διαφόρων τύπων.

Στα μέτρα του τομέα των παραγωγικών επενδύσεων περιλαμβάνονται: η παροχή κινήτρων για την κατασκευή ποιμνιοστασίων, η αγορά ζώων υψηλών αποδόσεων, η εφάπαξ ετήσια «κρατική αποζημίωση» σε όσους μένουν και ασχολούνται με την κτηνοτροφία, η παροχή επιδόματος στους Δημ. υπαλλήλους που υπηρετούν σε αυτές τις ορεινές περιοχές, κλπ.»

Σημειώνομε ότι τα κτηνοτροφικά πάρκα ως προς την χρησιμότητά τους και τη χωροθέτηση περιγράφηκαν σε Μελέτες αξιοποίησης Βοσκοτόπων των Αγράφων, της Τύμφης, των Τζουμέρκων, της Κεφαλονιάς, στο Πρόγραμμα ανάπτυξης της κτηνοτροφίας στην Ευρυτανία κτλ, αλλά η πολιτεία, 20 χρόνια μετά έλαβε θέση (θεσμικό πλαίσιο ΚΥΑ για κτηνοτροφικά πάρκα 487/12.7.2002). Άργησε απελπιστικά.

Συμπερασματικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, δυστυχώς αν και η κτηνοτροφία αποτελούσε ζωντανό οικονομικό κλάδο, εγκαταλείφθηκε. Οι κτηνοτρόφοι ηλικίας πάνω από 65 ετών συνεχώς αυξάνονται, ενώ σχεδόν οι νεότεροι λιγοστεύουν και ο τόπος ερημώνει. Την άγονη και βραχώδη έκταση που εκμεταλλεύονταν η κτηνοτροφία δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί με δραστηριότητα μιας μέρας π.χ. τουρισμός. Η τελευταία δραστηριότητα καταναλώνει προϊόντα που παράγονται στο τόπο ή σε άλλους τόπους. Και οικονομικούς πόρους που μέρους των αν χορηγούνταν στην κτηνοτροφία, σήμερα θα είχε άλλη όψη. Για να στηριχθεί η κτηνοτροφία υπάρχει μια και μόνη βασική προϋπόθεση όπως αποδείχτηκε από την εισήγηση και την σημερινή πραγματικότητα, να υπάρχει ενεργό εργατικό δυναμικό δηλαδή νέοι. Υπάρχουν; φοβάμαι πως όχι.

Και σήμερα, ανάμεσα στα λιγοστά κοπάδια απροστάτευτα από τα άγρια του βουνού και του λόγγου που ακόμη απαντώνται να βόσκουν στα ορεινά λειβάδια, μένουν τα τοπωνύμια, τα εικονίσματα στις στράτες (φτιαγμένες άλλοτε με προσωπική εργασία) και τώρα «αδιάβατες», τα ρημαγμένα γρέκια με τις τσουκνίδες που ακόμα φυτρώνουν, τα ταμπούρια των κτηνοτρόφων στα διάσελα, οι λιθαρόστρουγγες  να μαρτυρούν, μια  άλλη εποχή. Τότε που ο βουνήσιος τόπος ήταν γιομάτος ζωή, ήταν  ζωντανός.

 

(1Β’ Ευρυτανικό Επιστημονικό  Συνέδριο, 22-24 Μαΐου 1992, πρακτικά, σελ. 411-427