Τα γεγονότα είναι σεβαστά. Τα σχόλια ελεύθερα.

Image description goes here Image description goes here Image description goes here

Λαογραφία: (δύο κείμενα της Μαρίας Αγγέλη)

Α) Καπναποθήκες Αγρινίου:
Οι χώροι και οι άνθρωποι της καπνεργασίας*

 

Μαρία  Ν. Αγγέλη, Δρ. Κοινωνικής Λαογραφίας

 

Οι χώροι και οι άνθρωποι της καπνεργασίας
  • «Υπό έποψιν εμπορικής κινήσεως το Αγρίνιον σήμερον κατέχει την πρώτην εν τω νομώ θέσιν. Είναι πόλις μικρά εισέτι (7 χιλ. κατοίκων), προοδεύουσα όμως ολονέν χάρις εις την καλλιέργειαν και το εμπόριον του καπνού. Η αρίστη ποιότης και η άφθονος παραγωγή, των καπνών Αγρινίου έδωσαν αρκετήν ζωήν εις τους κατοίκους και πάντες ζώσιν ανέτως...»

    • Εφ. Νεολόγος (Πατρών) 23 Μαΐου 1898

     Το  Αγρίνιο, μια πόλη του καπνού, όπως σωστά χαρακτηρίζεται, από το  δεύτερο μισό του  19ου αιώνα και ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του γνωρίζει σημαντική πρόοδο χάρη στον καπνό. Η μεγάλη ανάπτυξη όμως θα ΄επέλθει στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε η επέκταση της καπνοκαλλιέργειας λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Η διεθνής ζήτηση προώθησε την καλλιέργεια της ποικιλίας «μυρωδάτου» και η εσωτερική κατανάλωση την καλλιέργεια της ποικιλίας «τσεμπέλι».

 

OΙ ΚΑΠΝΑΠΟΘΗΚΕΣ

Στην παρούσα εισήγηση εστιάζω στις καπναποθήκες Αγρινίου που ήταν χώροι εμπορικής επεξεργασίας του καπνού.

Η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εξαγωγικού εμπορίου δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και της δευτερογενούς παραγωγής. Ο καπνός, το κύριο εξαγωγικό προϊόν του νομού, έπρεπε να γίνει αντικείμενο προσεχτικής επεξεργασίας, διαλογής και δεματοποίησης. Για τούτο δημιουργήθηκαν μεγάλες αποθήκες - καπνομάγαζα στην πόλη, στα οποία εργάζονταν εκατοντάδες εργάτες - εργάτριες. Το Αγρίνιο αναδεικνύεται όχι μόνο σε κέντρο παραγωγής, αλλά και επεξεργασίας και εμπορίας καπνού.

Ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού του Αγρινίου, αλλά και της ευρύτερης περιοχής βρίσκει εργασία στις καπναποθήκες και ζει κυριολεκτικά από τον καπνό.

Η ευνοϊκή συγκυρία για τον καπνό, επέτρεψε και την ομαλή σχετικά απορρόφηση των προσφύγων της Μ. Ασίας και του Εύξεινου Πόντου, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922). Ένα σημαντικό μέρος των προσφύγων εργάστηκε στα καπνοχώραφα ως καλλιεργητές ή εργάτες και στα καπνομάγαζα - καπναποθήκες ως καπνεργάτες και καπνεργάτριες. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη της ελάχιστης τοπικής βιβλιογραφίας, αλλά κυρίως, της προφορικής ιστορίας η οποία καταγράφεται στις προφορικές αφηγήσεις που συνέλεξα κατά τη διάρκεια εκπόνησης της Διδακτορικής διατριβής μου με θεματική τον Καπνό. [Μαρία Αγγέλη, Διδακτορική Διατριβή, Ο κόσμος της εργασίας: Γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού.(Αγρίνιο 19ος-20ος αι.) ]

 

 Καπναποθήκες υπήρχαν διάσπαρτες σε όλες σχεδόν τις συνοικίες. Οι σπουδαιότερες όμως οργανώθηκαν στο κέντρο για να διευκολύνεται η μεταφορά του καπνού.

     Τα σημαντικότερα κτηριακά συγκροτήματα της πρώτης επεξεργασίας, διαλογής και αποθήκευσης του καπνού στο Αγρίνιο ήταν: οι αποθήκες Αφ. Παπαπέτρου (1923), Αφ. Παπαστράτου (1924), Αφ. Παναγόπουλου (1925), Ηλ. Ηλιού, Καμποσιώρα, Ιω. Κόκκαλη  λίγο αργότερα.

Οι καπναποθήκες που χτίζονται στο μεσοπόλεμο είναι πολύ μεγαλύτερες  από τις παλαιότερες  για να εξυπηρετούν τις αυξημένες ανάγκες της εμπορικής επεξεργασίας.

Πρόκειται για πολυώροφα, μεγαλοπρεπή  κτήρια αντάξια των μεγάλων καπνεμπόρων της πόλης. Είναι χτισμένα από πέτρα και ξύλο. Έχουν πολλά παράθυρα που εξασφαλίζουν το φυσικό φωτισμό, απαραίτητο για την καπνεπεξεργασία. Τα μπαλκόνια είναι ανύπαρκτα αφού δεν χρειάζονται για ανάπαυση των εργαζομένων…Ο επιβλητικός χαρακτήρας των κτηρίων επιδιώκει να δώσει ένα κύρος, μία εγκυρότητα και μία άτυπη εγγύηση για την επιχείρηση που στεγάζεται εκεί. Κάποιες φορές οι καπναποθήκες συνοδεύονται από κτήρια γραφεία ή κτήρια-κατοικίες των καπνεμπόρων. Ενδεικτική περίπτωση οι καπναποθήκες Αφ. Παπαστράτου στο κέντρο του Αγρινίου.

 

     Στα πρώτα πατώματα των αποθηκών, αποθηκεύονταν τα ανεπεξέγαστα καπνά, τα «παραγωγικά» δέματα, αραδιασμένα πάνω σε κρεββαταριές για να αερίζονται και να μη σαπίζουν. Τη φροντίδα τους είχαν οι στοιβαδόροι, άνδρες καπνεργάτες.

       Στους πάνω ορόφους υπήρχαν τα λεγόμενα «σαλόνια» των αποθηκών. Η λέξη σαλόνια, παραπέμπει σε χώρο μη εργασιακό, αλλά χώρο συζήτησης, ανάπαυσης και χαλάρωσης σε άνετους καναπέδες. Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος μόνο κατ’ ευφημισμό χρησιμοποιείται. Πρόκειται για ευρύχωρους, ενιαίους χώρους, όπου κατ’ εξοχήν, γινόταν η επεξεργασία. Εκεί δεκάδες εργαζόμενοι μέσα στη μυρωδιά και στη «φυματοδότρα» σκόνη του καπνού, διεκπεραιώνουν το ξεφύλλισμα, τη διαλογή των καπνόφυλλων, την κατάταξή τους σε ποιότητες και την επαναδεματοποίησή τους!

Υπήρχαν βέβαια και χώροι ύγρανσης, τα «υγραντήρια»,για να υγρανθούν τα παραγωγικά δέματα και στη συνέχεια  να διευκολυνθεί το ξεφύλλισμα και χώροι για το «χαρμάνι», όπου αναμειγνύονται καπνά διαφόρων περιοχών, ποικιλιών κλπ., και χώροι δεματοποίησης και ζυμώσεως.

Η επεξεργασία του καπνού ήταν εποχιακή εργασία. Άρχιζε την άνοιξη και τελείωνε το φθινόπωρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνεχιζόταν ως τα Χριστούγεννα. Το χειμώνα υπήρχε ανεργία.

 

Η ΚΑΠΝΕΡΓΑΣΙΑ:

Η εμπορική επεξεργασία του καπνού συνίσταται: στην διαλογή των καπνόφυλλων  και την κάθαρσή τους από τα άχρηστα φύλλα ( σάπια, πολύ μαύρα κ.ά.) και άλλες ξένες ύλες. Στη συνέχεια την ποιοτική ταξινόμηση και κατάταξη στην ανάλογη κλίμακα και τέλος την επαναδεματοποίησή τους σε εμπορικά δέματα με μεγαλύτερη καλαισθησία.

Μελετώντας τις  προφορικές μαρτυρίες, αλλά και τις φωτογραφικές αναπαραστάσεις, αντλούμε  πληροφορίες και καταγράφουμε περιγραφές της επεξεργασίας του καπνού στα διάφορα στάδια καθώς και για την εξειδίκευση των εργαζομένων. Παρακολουθούμε ακόμα την εξέλιξή της στο πέρασμα των χρόνων: από τη χειροποίητη ως τη μηχανοποιημένη μορφή.

Για παράδειγμα κάποιες υπέργηρες γυναίκες , αφηγούνται πως ξεκίνησαν από το "τσόλι", δηλαδή καθισμένες στο πάτωμα πάνω σε λινάτσες, με τα πανέρια του καπνού δίπλα τους, όπου τοποθετούσαν τα καπνόφυλλα κατά ποιότητες.

Αργότερα κάθισαν "στα θρανία" και τελικά  στη δεκαετία του ‘60, εργάστηκαν "στα ταπιά", τα «ταπί ρολάν». Σημειώθηκε δηλ. η αλλαγή: ήρθαν οι μηχανές!

Η χρήση των μηχανών στην επεξεργασία του καπνού έφερε σημαντικές αλλαγές και περιόρισε τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό, κυρίως ανδρικό.

Ιδιαίτερα μετά το 1953 με την εφαρμογή του Νόμου 2348 (30 Μαρτίου 1953),  οι καπνέμποροι προσλαμβάνουν αποκλειστικά γυναίκες στο ξεφύλλισμα και στη διαλογή του καπνού, οπότε η επεξεργασία ορίζεται κατά βάση ως γυναικεία υπόθεση. 

  

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΚΑΠΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

 Στην επεξεργασία των καπνών εργάζονταν άνδρες, γυναίκες καθώς και ανήλικα παιδιά. Αξίζει να σημειωθεί όμως ότι στην φάση του ξεφυλλίσματος – διαλογής του καπνού, ιδιαίτερα βαρύνουσα ήταν η συμμετοχή των γυναικών, κυρίως των προσφύγων οι οποίες έφτασαν στην περιοχή μετά τη Μικρασιατική καταστροφή(1922).

 Οι πληροφορίες για τον κατά φύλο καταμερισμό της καπνεργασίας είναι για τις γυναίκες: "γυναίκες ξεφυλλίστριες", "γυναίκες καροτσιέρες", "γυναίκες ράφτριες", "γυναίκες σοπανιάστρες", "γυναίκες νεροφόρες", "γυναίκες καθαρίστριες", αλλά και γυναίκες "τογκαδόρισσες".

Για τους άνδρες: " άνδρες πρωτομάστοροι" "άνδρες στοιβαδόροι", "άνδρες στα υγραντήρια", "άνδρες χαρμαντζήδες", "άνδρες τογκαδόροι". Ανάλογες σχεδόν ειδικότητες ήταν και για τα παιδιά- εργάτες.

Για οικονομία χρόνου δε θα αναφερθώ αναλυτικά στον κατά φύλο καταμερισμό της καπνεργασίας. Θα αναφερθώ μόνο σε μια ειδικότητα ενδεικτική για το κάθε φύλο:

Οι άντρες στοιβαδόροι μετέφεραν στην πλάτη τους τα ανεπεξέργαστα δέματα του καπνού στα σαλόνια των αποθηκών όπου γινόταν η επεξεργασία. Μετά την επεξεργασία και την επαναδεματοποίηση του καπνού σε εμπορικά δέματα, τα μετέφεραν ξανά στις κρεββαταριές, στοίβες δεμάτων, για να αερίζονται. Τα  δέματα αυτά ζύγιζαν περίπου 28-30 κιλά. Ένα βαρύ φορτίο για τις πλάτες των στοιβαδόρων που κάποτε παραπατούσαν και σωριάζονταν ανεβοκατεβαίνοντας στις σκάλες των αποθηκών…

 «Κάθε σκαλί πνιχτός λυγμός», γράφει ο Αρ. Μπαρχαμπάς.

«Αν δεν κουβαλήσεις το δέμα του καπνού στην πλάτη, δεν μπορείς να καταλάβεις τι θα πει καπνεργάτης!», μου είπε χαρακτηριστικά ένας παλιός καπνεργάτης.

Οι γυναίκες "ξεφυλλίστριες" εργάζονταν σε μεγάλες αίθουσες, στα "σαλόνια", κάτω από την επίβλεψη του αρχιεργάτη ή "μάστορα" και ασχολούνταν με το ξεφύλλισμα, τη διαλογή των καπνόφυλλων και την κατάταξή τους σε ποιότητες .Φυσικά η διαλογή ήταν ανάλογη με τη μέθοδο της επεξεργασίας  που εφαρμοζόταν.

Στην "κλασσική" επεξεργασία που κυριαρχούσε στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές του 1930, γινόταν αυστηρή και λεπτομερής διαλογή του καπνού και απαιτούνταν πολύς χρόνος, με αποτέλεσμα η απόδοση της εργασίας να είναι χαμηλή. Στην επεξεργασία "τόγκα" η διαλογή δεν ήταν λεπτομερής και η απόδοση ήταν μεγάλη.

Ας ακούσουμε την  καπνεργάτρια, κυρία Ιωάννα :

«Δούλεψα στου Παναγόπουλου και πήρα σύνταξη  από κει. Όταν περνάω για την Αγία Τριάδα θυμάμαι την καλοπόρεψη… Ήταν ανθυγιεινή δουλειά η αποθήκη, αλλά δεν το λογάριαζαμε τότε. Θέλαμε να δουλέψουμε. Τρόμαζες να μπεις μέσα έπρεπε νάχεις μέσον. Εγώ γνώριζα  το Νίκο Θωμαΐδη, ήταν γείτονάς μας. Δούλευαμε δυο βάρδιες. Πρωινή και απογεματινή. Εγώ δούλευα πάνω στα  θρανία. Διάλεγαμε τα φύλλα του καπνού. Αλλού το μαύρο, αλλού το καλό. Δούλευαμε μέχρι τα Χριστούγεννα. Δούλευε καλά ο κόσμος τότε. Τώρα ούτε δουλειά, ούτε τίποτα. Καλά π’ πρόλαβα και συμπλήρωσα τα ενσήματα και πήρα τη σύνταξη. Έξ (6 )κατοστάρικα είναι. Καλά και παρακαλά είναι. Δόξα τω θεώ.» [Προφορική συνέντευξη της Ιωάννας Κεραμίδα γεν. 1930]

 

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΠΝΑΠΟΘΗΚΩΝ

Οι γραπτές πηγές, η συλλογική μνήμη, οι προφορικές μαρτυρίες και η μνήμη των ανθρώπων της καπνεργασίας μαρτυρούν τη σημασία της αμοιβής, του "βδομαδιάτικου" όπως λένε, στην οικονομική ζωή των ίδιων, αλλά και της πόλης του Αγρινίου γενικότερα.

Ο μισθός του καπνεργάτη και της καπνεργάτριας είχε ως συνέπεια την τόνωση της εμπορικής κίνησης της πόλης. Και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό, αν σκεφτεί κανείς τον αριθμό των εργαζομένων στην επεξεργασία την περίοδο της ακμής της. Ο μπακάλης, ο φούρναρης, ο καταστηματάρχης, ο έμπορας, όλοι περίμεναν τους καπνεργάτες καταναλωτές. Υπήρχε μια αλληλεξάρτηση.

Η πληρωμή τους γινόταν κάθε Παρασκευή. Γι' αυτό η ημέρα αυτή "αγιοποιείται" στο λαϊκό λόγο των καπνεργατών που κατέγραψα.

Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι αυτή η αλληλεξάρτηση ανάμεσα στον κόσμο της καπνεργασίας και στον εμπορικό κόσμο του Αγρινίου, οδηγεί τους εμπόρους στην υποστήριξη των καπνεργατών σε κάθε απεργιακή κινητοποίησή τους. Ήταν στο πλευρό τους σε κάθε αγώνα, ακόμα κι αν αυτός έπαιρνε ακραίες μορφές. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας που πραγματοποιήθηκε το 1926, η οποία κατέληξε σε αιματοχυσία  με δύο νεκρούς, τη Βασιλική Γεωργαντζέλη  και το Θεμιστοκλή Καρανικόλα.

Από τη μελέτη των Αρχείων του Δήμου Αγρινίου, προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης απεργίας (Αύγουστος 1926), το Δημοτικό Συμβούλιο συνέρχεται σε έκτακτη συνεδρίαση, γεγονός που αποδεικνύει  την κρισιμότητα της κατάστασης. Η πολυήμερη αυτή απεργία είχε οδηγήσει σε  κρίση και την  εμπορική τάξη της πόλης γεγονός αναμενόμενο  τη στιγμή που οι καπνεργάτες αποτελούσαν κινητήρια δύναμη για την πόλη.

Χωρίς το "βδομαδιάτικο" των καπνεργατών η αγορά είχε νεκρωθεί. Οι δημοτικοί σύμβουλοι κατά τη διάρκεια Συνεδρίασης της 7/8/1926 θεωρούν το ζήτημα "σπουδαίον, ότι επήλθε κρίσις εις την αγορά".

 

 Η μελέτη των προφορικών αφηγήσεων και  ιστοριών ζωής των καπνεργατών και καπνεργατριών, εκτός των άλλων φωτίζει και τις εργασιακές  σχέσεις τους...

 Η μνήμη σήμερα, προφανώς επιλεκτική με μια τάση ωραιοποίησης του παρελθόντος, συγκρατεί και διασώζει  μια θετική και εξιδανικευμένη εικόνα των καπνεμπόρων και επιχειρηματιών της πόλης.  Με τον απλό λαϊκό λόγο τους οι αφηγητές αναφέρονται στα "αφεντικά", τους επιχειρηματίες, αναγνωρίζοντας την προσφορά τους και εκφράζοντας ευγνωμοσύνη ως ευεργετημένοι προς αυτούς. Σ’ αυτούς από τους οποίους, "έφαγε ψωμί η φτώχεια", όπως λένε χαρακτηριστικά στην πλειοψηφία τους οι συνταξιούχοι σήμερα καπνεργάτες και καπνεργάτριες. [Βλ. Αφιέρωμα στην οικογένεια Παπαστράτου εδώ: http://www.epoxi24.gr/persons2aaa.htm]

Οι Αδελφοί Παπαστράτου, Ηλιού, Παναγόπουλοι και άλλοι μέσα από τις αφηγηματικές αναπαραστάσεις σχεδόν αγιοποιούνται. Τους αποδίδονται  χαρακτηριστικά υποδειγματικών αφεντικών.

Και τούτο διότι η μνήμη επιλεκτικά έχει διατηρήσει το γεγονός ότι οι έμποροι και επιχειρηματίες του καπνού τους παρείχαν  τη δυνατότητα εργασίας στις καπναποθήκες του Αγρινίου, γεγονός που τους εξασφάλιζε την επιβίωση των οικογενειών τους στο παρελθόν, αφού με το "βδομαδιάτικο" κατάφεραν να ορθοποδήσουν πρόσφυγες και ντόπιοι καπνεργάτες/τριες.

Ας ακούσουμε καλύτερα την καπνεργάτρια κ. Ευθυμία:

«-Το Αγρίνιο χρωστάει υποχρεώσεις πολλές στην οικογένεια Παπαστράτου,  αυτοί βόηθησαν και δεν είσπραξαν, δεν πήραν τίποτα. Άλλο τίποτα δεν ξέρω. Θεός σχωρέστους τον κόσμο, γιατί βοήθησαν πολύ κόσμο. Ήμασταν περίπου τα πεντακόσια άτομα που τρώγαμε ψωμί εκεί μέσα. Άλλοι ήταν κι αντρόγυνα , ζευγάρια. Εγώ μόνη μου ήμουνα. Σου λέω δεν έχω κανένα παράπονο. Κι όταν έκλεισε η αποθήκη εμένα μου’κοψε τα χέρια γιατί δεν είχα μπορέσει να συμπληρώσω και να’ ναι καλά η τσούπα μου, μου έβαλε τα υπόλοιπα τα ένσημα και πήρα σύνταξη. Αλλιώς θα πήγαινα ζητιανιά σήμερα.»

[Προφορική αφήγηση της καπνεργάτριας Ευθυμίας Φρόση, γεν.1943, στην καθηγήτρια Β. Σκεπετάρη. http://politistiki2gymnagrinio.blogspot.gr/2014/05/blog-post_10.html  ]

 

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΗΚΩΝ

  Με το τέλος της επεξεργασίας του καπνού τελειώνει και η ζωή των καπναποθηκών... Τα άλλοτε ζωντανά και πολύβουα κτίρια γίνονται σιωπηρά και βουβά. Μάρτυρες μιας εποχής που ανθούσε το «πικρό» αλλά «χρυσοφόρο» βοτάνι του καπνού. Αντικείμενο σήμερα της βιομηχανικής Αρχαιολογίας για τους ειδικούς επιστήμονες. Ενώ για τους ανθρώπους της πόλης Μνημονικοί τόποι του καπνού.

Σήμερα στο  κέντρο της πόλης σώζονται οι καπναποθήκες Αφ. Παπαστράτου και οι καπναποθήκες Αφ. Παπαπέτρου. 

Η αξιοποίηση και η κατάλληλη χρήση των καπναποθηκών αυτών μπορεί να αποτελέσει πολιτιστικό και οικονομικό κεφάλαιο για την πόλη και τους πολίτες. Και να συνδέσει την πόλη με την ιστορία και την ταυτότητά της ως Καπνούπολη της Αιτωλοακαρνανίας. Μια από τις  σημαντικότερες καπνουπόλεις της Ελλάδας.

 -------------------------------------------------------------------------

*Σημείωση: Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε από τη Μαρία Ν. Αγγέλη στο Β΄Πανελλήνιο Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας και Πολιτισμού, στο Βλοχό Καινουργίου Δήμου Αγρινίου, 14 και 15 Μαΐου 2016.

***********

 

Β) «Νεράιδες ασπρομάντιλες διαβαίνουν οι θερίστρες…»

Γυναίκες θερίστριες στο Ξηρόμερο Aιτωλοακαρνανίας

Στις γυναίκες με το δρεπάνι…

 

Φωτογφία: Τάκη Τλούπα.

     Θέρος Θερισμός -- Θέρισμα : Με την ονομασία αυτή ήταν γνωστή η εργασία εκείνη κατά την οποία οι γεωργοί έκοβαν, θέριζαν τα σιτεμένα στάχυα των δημητριακών, του σιταριού κυρίως, και στη συνέχεια αφού τα συνέλεγαν, τα μετέφεραν στο αλώνι, τα αλώνιζαν κι έπαιρναν τον ευλογημένο καρπό, το σιτάρι κ.ά.

Aπό τα χρόνια του Ομήρου μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα ο θερισμός ήταν μια κουραστική και χρονοβόρα διαδικασία:

«Κι έβαζε ακόμα χτήμα απάνω τον βασιλικό, κι αργάτες θέριζαν, κοφτερά στα χέρια τους φουχτώνοντας δρεπάνια· άλλα χερόβολα σωριάζονταν στο χώμα αράδα αράδα κι άλλα τα δέναν με ασταχόσκοινα γερά οι δεματιαστάδες· κι ήτανε τρεις που τα δεμάτιαζαν, και πίσω τους αγόρια τρέχαν, μάζευαν τα χερόβολα, στην αγκαλιά τα παίρναν, και τα ’διναν πιο πίσω…
Κάπου πιο πέρα οι κράχτες σύνταζαν κάτω από δρυ το γιόμα· βόδι τρανό είχαν σφάξει κι έψηναν με προθυμία, κι οι δούλες σωρό το αλεύρι το άσπρο εζύμωναν, να φαν οι θεριστάδες».

(Ομήρου Ιλιάς Σ, στ. 550-556 και 558-560.

Μετάφραση: Ι. Κακριδή – Ν. Καζαντζάκη)

  «Θέρος, τρύγος, πόλεμος», λέει ο λαός όταν απαιτείται μεγάλη και συλλογική προσπάθεια. Και τα τρία θέλουν ξεσηκωμό, επιστράτευση. Ο θέρος ήταν μια βασανιστική εργασία. Όλη μέρα κάτω από το λιοπύρι. Οι γυναίκες με τα τσεμπέρια κι οι άντρες με τα καπέλα έχυναν ποτάμι ιδρώτα μέχρι να μπει το σιτάρι στο αμπάρι του σπιτιού. Η κούραση απαλύνονταν κάπως με τραγούδια και αστεϊσμούς… Η καλή σοδειά χαροποιούσε τους ανθρώπους του μόχθου.

  «Θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχή κι ένοιωθε ότι είχε λύσει  όλα του τα προβλήματα, ο οικογενειάρχης που κατάφερνε να εξασφαλίσει το ψωμί της χρονιάς από τη σπορά του. «Έβαλα τη φαούρα μου», έλεγε και πλημμύριζε από ευτυχία», σημειώνει ο ξηρομερίτης λαογράφος Γερ. Παπατρέχας.

  Κατά τον Ιούνιο μήνα άρχιζε ο θερισμός των σιτηρών. Γι’ αυτό ο μήνας αυτός λέγεται και Θεριστής. Από πολύ πρωί ξεκινούσαν οι θερίστριες κυρίως, και οι θεριστάδες για το θέρο. Η παροιμία «όσο βοηθάει η νύχτα κι η αυγή, ούτε πατέρας ούτε αδερφή», δηλώνει πόσο σημαντική είναι η αυγή ή η νύχτα για το θερισμό. Η  δροσιά αυτές τις ώρες συντελεί στην ευκολότερη διαδικασία της εργασίας…

   Εργαλεία του θερισμού: στην προμηχανική καλλιέργεια, όταν δεν υπήρχαν οι θεριστικές μηχανές, ο θερισμός γινόταν με ένα απλό εργαλείο, το δρεπάνι. Αυτό το εργαλείο έγινε το σύμβολο του μόχθου της αγροτιάς. Άλλα εργαλεία του θερισμού ήταν η παλαμαριά και η δαχτυλήθρα.

Παλαμαριά ήταν ένα «ξύλινο γάντι» που προστάτευε από τα τρυπήματα των αγάνων και των αγκαθιών, από δαγκώματα φιδιών ή από χτυπήματα και κοψίματα με το κοφτερό δρεπάνι. Τη φορούσαν συνήθως στο αριστερό χέρι με το οποίο έπιαναν τα στάχυα για θερισμό. Δαχτυλήθρα ήταν επίσης ξύλινο εργαλείο που εφαρμόζονταν στα δάχτυλα για προστασία.

Ο μελετητής της γεωργικής ζωής της Ρούμελης, Δ. Λουκόπουλος γράφει: «Στη Ρούμελη σπανιώτατα να ιδής γυναίκα να πιάση αλέτρι και να κανη χωράφι. Το κάμωμα και το σπάρσιμο είναι αντρίκειες δουλειές, και σχεδόν μόνο άντρες τις κάνουν. Ιδίως όταν το χωράφι είναι παχύ και πλούσιο σε χώμα, μόνο ανδρικά χέρια είναι εκείνα που μπορεί να το δαμάσουν… Εξάλλου, όπως είναι σπάνιο να ιδής γυναίκα να οδηγή βόδια ζεμένα στο ζυγό, το ίδιο σπάνιο είναι να ιδής κι άντρα στη Ρούμελη να σκύβει να θερίζη τα στάχυα του σιταριού. Το θέρισμα είναι γυναικεία δουλειά, σε γυναίκας  χέρια πρέπει το αλαφρό δρεπάνι, όπως το εναντίο, σ’ αντρικά χέρια αρμόζει η αλετρονουρά».

Η θερίστρια γυναίκα παίρνει τον «όργο»  της, αδράχνει με την αριστερή χούφτα της όσα στάχυα μπορεί και με το δρεπάνι που κρατάει στο δεξί χέρι  τα κόβει (βλέπετε φωτογραφία). Αφήνει κάτω τη χεριά αυτή και συνεχίζει την ίδια διαδικασία. Απιθώνει πέντε έξι χεριές στο χώμα. Μετά βάζει το δρεπάνι στον ώμο της και με τα δυο χέρια χουφτώνει τις κομμένες χεριές. Τραβάει τέσσερα-πέντε στάχυα, τα πιο μακριά, τα ακουμπάει στο γόνα και πάνω ακουμπάει και όλα τα στάχυα και τα δένει. Έτσι σχηματίζεται το χερόβολο, το οποίο τοποθετεί στο χώμα.

Από την παιδική ηλικία τα κορίτσια μάθαιναν την τεχνική του θερισμού. Έπιαναν το δρεπάνι και έκαναν τα «χειροβολάκια», όπως αφηγείται η υπερήλικη  ξηρομερίτισσα Σοφία Λαϊνά, από τον Πρόδρομο. Ας την «ακούσουμε»:

«Από δέκα χρονών θέρ(ι)ζα καμάρι μ’! Ο πατέρας μ’ κι η μάνα μ’ πάηνανε στο λάκκο για θέρο κι εμένα με μια αδερφούλα μ’, οχτώ χρονών εκείνη, μας έστελνανε στ(η)ν Αγία Παρασκευή για θέρο. Στ(η)ν αδερφή μ’ είχα δώσει ένα μαχαιράκι να κόβει κι αυτήνη, ήτανε μικρή,  τι να κόψει; Θέρζαμε με το δρεπάνι. Έπιανες μια χερούλα νέκοβες, να κι παραπέρα, κι παραπέρα έφκιανες ένα χειροβολάκι. Μετά, πέντε χειρόβολα έφκιαναμε το δεμάτι. Το μεσημέρ’ πάμε κάτ’ στην καλυβούλα μας. Λέει ο πατέρας μ: Σοφία πόσα έκοψες; Τριανταπέντε δεμάτια, λέω! Μπράβο Σοφία! Από μικρή, τι δουλειά έχω κάνει… Κάμα, έβραζε ο τόπος απ’ τον ήλιο! Πάηναμε λίγο θαμπά, μην μας πάρ’ το κάμα. Ημείς έμεναμε εκεί, στ’ Ρούστα το καλοκαίρ’. Κι είχαμε και μποστάνια εκεί πέρα. Γένοντανε ωραία. Κι ανάμεσα απ’ τ’ς πεπονιές  είχαμε κουμουντουράκια (=ντοματάκια) κι κοκκίνιζε ο τόπος. Έκοβαμε σαλατούλα κι ήτανε πεντανόστ(ι)μα αυτά…».[Προφορική αφήγηση Σοφίας Λαϊνά, 93 ετών, 18-6-2022].

Το λιοπύρι του καλοκαιριού καθιστά ιδιαίτερα κουραστική τη εργασία του θερισμού. Οι γυναίκες με τις άκρες των μαντηλιών τους σκουπίζουν τον ιδρώτα από το πρόσωπό τους και συνεχίζουν το θέρο. Πρέπει να μαζευτεί ο ευλογημένος καρπός.

Με κουβέντες, αστεία και με τραγούδια αλαφρύνουν κάπως τον μόχθο της εργασίας. Καθώς η μέρα προχωρούσε, η ζέστη δυνάμωνε κι ο ιδρώ­τας έσταζε από τα πρόσωπα, ενώ τα «αγάνια», τα άγανα (οι βελονοειδείς άκρες του σταχυού) γρατσούνιζαν τα χέρια. Όλη την ώρα ακουγόταν ο μεταλλικός ήχος των δρε­πανιών πάνω στην καλαμιά…

Οι άνδρες περνούσαν στη συνέχεια για να δέσουν  πέντε - οχτώ χερόβολα, ανάλογα, να κάνουν το δεμάτι. Έπειτα με τα δεμάτια θα κάνουν τη θημωνιά για το αλώνισμα…

 Πολλά δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στο θέρο. Τα θέματα τους ήταν παρμένα από τα βάσανα και τις πίκρες της αγροτικής ζωής, την αγάπη και τον έρωτα, την εργασία κ.ά. « Ήλιε μου, ήλιε χρυσοήλιε μου, που κάνεις το χωράφι να γεμίζει από χρυσάφι…», ήταν ένα τραγούδι που τραγουδούσαν οι γυναίκες θερίζοντας.

 Το μεσημέρι η ζέστη είναι ανυπόφορη και γίνεται ένα διάλειμμα για να ξεμεσημεριάσουν οι θερίστριες και οι θεριστάδες. Στον ίσκιο ενός δέντρου στρώνεται το φτωχικό τραπέζι και εκεί γέρνουν για λίγο τα κουρασμένα κορμιά τους. Ένα δροσιστικό φαγάκι που  βοηθούσε τους κουρασμένους ανθρώπους ήταν «η ζούπα». Παρασκευάζονταν με ψωμί, νερό, αλάτι, ξίδι, λάδι και σκόρδο. Η Σοφία Λαϊνά  μου έδωσε τη συνταγή με το δικό της μοναδικό τρόπο: «Πάηναμε στο χωράφι κι έπαιρναμε νερό νάχουμε. Δίψαγαμε, έκανε κάμα. Έτρωγαμε τότε ζούπα. Ξέρεις τι είναι η ζούπα; Σε μια πήλινη γαβάθα, έβαναμε νερό κι μούσκευαμε το ψωμάκι, κι έρχναμε αλατάκι, ξίδι, λαδάκι, κι σκόρδα, ένα δυο λουβιά σκόρδα. Άμα δεν είχε σκόδρο δεν ήτανε νόστιμο. Κι τότρωγαμε, ήτανε ωραίο. Ακούς Μαρία, τόφκιασα κι τώρα νια φορά, κι ακούς δε μ’ άρεσε, δε μπόργα να το φάω. Κι λέω πώς τότρωγαμε τότε. Σαγκείχαμε κι τίποτ’ άλλο εκεί στο θέρο;».

Απορεί η γυναίκα, πώς έτρωγαν τότε τη ζούπα. Μάλλον η εξαντλητική εργασία σε συνδυασμό με το κάμα του καλοκαιριού έκαναν τη ζούπα επιθυμητή, γιατί δρόσιζε τους εξαντλημένους ανθρώπους.

Ο θερισμός μετά συνεχιζόταν μέχρι να βραδιάσει… «Από ήλιο σε ήλιο» δούλευαν οι αγρότισσες και οι αγρότες κάποτε. Αρκετές φορές, όταν είχε φεγγάρι, θέριζαν και τη νύχτα. «Νυχτοθέρια» ονομάζονται αυτά τα θερίσματα. Η δροσιά της νύχτας και η φεγγαράδα κάνουν πιο αποδοτική την εργασία…

Ένα δημοτικό τραγούδι υμνεί τις «ασπρομάντιλες νεράιδες», τις γυναίκες με τα άσπρα μαντίλια, που θερίζουν μέσα στο λιοπύρι του Ιουνίου:

Με του καιρού το γύρισμα τ’ όνειρο θ’ αληθέψει

Στις καλαμιές, απόγυρτες απ’ τα βαριά τα στάχυα,

νεράιδες ασπρομάντιλες διαβαίνουν οι θερίστρες.

Τ’ ανάλαφρα ασπρομάντιλα, σφιγμένα με τα δόντια,

φυλαχτά απ’ το λιόκαμα τις όψες αποκρύβουν

και δείχνουν τα ματόφρυδα, κοράκια μες το χιόνι.

Κι η μάνα, αποκοιμίζοντας στ’ απόσκιο το παιδί της, […]

στρώνει στεγνό, αμαγείρευτο, της αργατιάς το δείπνο… 

Ένα άλλο δημοτικό τραγούδι αναφέρεται στη νέα θερίστρια που είναι έγκυος και όμως βρίσκεται στο χωράφι και κοιλοπονάει με το δρεπάνι στο χέρι. Αναφέρονται περιπτώσεις γυναικών που γεννούσαν στο χωράφι, αποκαμωμένες από την κούραση και χωρίς καμία ιατρική φροντίδα.

Παπαδοπούλα θέριζε σ’ ένα δασύ κριθάρι

Έργους, έργους το πάινε, έργους κοιλοπονάει.

Η μάνα της τη ρώτησε, η μάνα της της λέει:

-Τ’ έχεις, κόρη μ’, και στέκεσαι, και δε βαρείς δρεπάνι;

-Εγώ, μάνα μου, δε μπορώ, κι δε μπορώ θερίσω.

-Γιατί, κόρη μου, δε μπορείς και δε μου λες κι μένα;

-Μάνα μου, σα με ρώτησες, θελά στο μολογήσω.

Νεγώ, μάνα μ’, κοιλοπονώ να γίνη το παιδί μου.

 

Στο θέρισμα ορισμένοι μεγαλο-καλλιεργητές προσλάμβαναν και εργάτριες/εργάτες. Το μεροκάματο κρατούσε από τα χαράματα μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Κι οι θερίστριες/θεριστάδες αποκαμωμένοι από την κούραση τις απογευματινές ώρες, παρακαλώντας το ήλιο να βα­σιλέψει γρήγορα, σιγοτραγουδούσαν:

«Ήλιε μ’ τι αργοπόρησες, τι αργείς να βασιλέψεις; σε καταργιέται η αργατιά απού ξενοδουλεύει».

Θυμάμαι, τώρα που γράφω αυτές τις λίγες γραμμές για τις θερίστριες, μια βιωμένη εμπειρία της μάνα μου, που μας αφηγούνταν κάποιες φορές. Όταν ήταν νέα κοπέλα είχαν πάει με μια ξαδέλφη της εργάτριες σε θέρο στην τοποθεσία Βρίστιανα. Εκεί κάποτε καλλιεργούνταν σιτηρά. Μέσα στο κάμα του Ιούνη και στην κούραση του θερισμού είχε την κακή τύχη να αρρωστήσει. Ανέβασε πυρετό και ενώ έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό (Μαχαιρά) να «γιατροπορευτεί», εκείνη προτίμησε να παραμείνει και να συνεχίσει το θέρισμα. Η αδήριτη ανάγκη του μεροκάματου υπερίσχυσε της ανάγκης για προστασία του εαυτού της. Η μάνα είχε μεγαλώσει στην «αρφάνια» και στη φτώχεια. Γι αυτό έδινε μεγάλη σημασία στο ημερομίσθιο, στο «μεροδούλι», όπως έλεγε, και στην εργατικότητα γενικότερα. Και δεν ήταν η μοναδική περίπτωση η μάνα. Οι γυναίκες και οι κόρες των φτωχών οικογενειών «κυνηγούσαν το μεροκάματο», απαραίτητο για την επιβίωσή τους.

Αργά το βράδυ επέστρεφαν από το θέρο οι δουλευτάδες κατάκοποι στα σπίτια, για να φάνε κάτι και να γείρουν να ξεκουραστούν. Οι γυναίκες βέβαια είχαν να φροντίσουν τις δουλειές του νοικοκυριού…

Ο παραδοσιακός τρόπος θερισμού παρέμεινε μέχρι την είσοδο των θεριστικών και θεριζοαλωνιστικών μηχανών στη γεωργία κατά τη δεκαετία του 1960. Η εκμηχάνιση απάλλαξε τους αγρότες και τις αγρότισσες από τη χρονοβόρα και κουραστική αυτή εργασία. Τα δρεπάνια κρεμάστηκαν στις αποθήκες ή βρήκαν μια θέση στα λαογραφικά μουσεία…

Σήμερα πια στο Ξηρόμερο δε σπέρνουν σιτηρά. Οι γυναίκες δε θερίζουν, δε ζυμώνουν