TO ΤΡΙΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ:
ΕΠΙΔΟΣΗ, ΕΞΕΤΑΣΗ, ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης
1. Η Αγωνιστική:
H Eκπαίδευση
και η Παιδεία στις κοινωνίες των ελεύθερων ανθρώπων είχαν και έχουν ανέκαθεν
ως βάση τους την Αγωνιστική. Ήδη οι αγώνες των ομηρικών ηρώων, παρά την
ωμότητα του μίσους και την ηδονή της καταστροφής, αποδείχνονται σαν μια
δυνατότητα προς ρύθμιση του χαοτικού κόσμου. Κατά το Νίτσε η σκληρότητα της
νίκης είναι η αποκορύφωση της χαράς της ζωής. Τους αγώνες διαμόρφωσαν ως
τρόπο ζωής και δυναμικής ανέλιξης του πολιτισμού πρώτοι και καλύτερα από
κάθε άλλο λαό, ποιοι άλλοι; μόνον οι Έλληνες. Έτσι λοιπόν από τους ομηρικούς
ακόμα χρόνους οι ποικίλοι αγώνες των ηρώων αναδεικνύουν αυτοκυρίαρχο τον
άνθρωπο, γιατί ο αγωνιζόμενος δεν αναμένει να απολαύσει τα αγαθά της ζωής ως
τιμητικό παράσιτο, αλλά γυμνάζεται, ασκείται, διαγωνίζεται, συγκρίνει
διαρκώς τον εαυτό του προς τους άλλους, ώστε μέσα από τη σκληρότητα του
αγώνα να γίνει άξιος για την άφατη αγαλλίαση της νίκης, η οποία πιστοποιεί
δημόσια και την υπεροχή του. Η πάλη δεν αποσκοπεί τόσο στην εκμηδένιση του
αντιπάλου, όσο στο να οδηγήσει τον αγωνιστή να εκπτύξει και εξωτερικεύσει
στο έπακρο τις ικανότητές του, οι οποίες δεν υπηρετούν μόνο τον εαυτό του,
αλλά δημιουργούν μιμητές και εξυπηρετούν και την πόλη. Οι αγώνες: αθλητικοί,
θεατρικοί, πολιτικοί, δικαστικοί, ποιητικοί κλπ. έχουν ύψιστη παιδαγωγική
και γενικώς ανθρωπαγωγική σημασία. Ο αγωνιζόμενος εκθέτει δημόσια τον εαυτό
του για σύγκριση με άλλους ισοδύναμούς του, τους αντιπάλους του, και οι
θεατές του κρίνουν την όποια αξία του. Έτσι βρίσκει την ευκαιρία να
ενσωματωθεί στο κοινωνικό σύνολο και να τεθεί στην πολυφωνική κρίση του. Ο
σκληρός αγώνας για τη περιφανή νίκη αποτελεί την αποκορύφωση της ευδαιμονίας
του πολίτη, η οποία είναι και ο ύψιστος σκοπός της ύπαρξης του κράτους.
2. Το χρέος της πολιτείας: Χρέος αναπόφευκτο και επιτακτικό καθήκον της πολιτείας είναι να
εθίσει τα παιδιά και τους εφήβους μέσα από τη σχολική εκπαίδευση στην άθλησή
τους για τους αγώνες τους καλούς, ώστε να αποβούν σωματικά, ηθικά και
πνευματικά ικανοί πολίτες σ’ όλες τις αναλαμβανόμενες δραστηριότητές τους.
Έτσι το σχολείο θα βοηθήσει αποδοτικά και στις γενικές επιδόσεις της
Παιδείας, της Κοινωνίας, του Κράτους, της Οικονομίας, της Επιστήμης, της
Τέχνης κλπ., που είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ευημερία των πολιτών.
Είναι αυτονόητο ότι το πρόβλημα τούτο είναι περίπλοκο και δυσεπίλυτο, όταν
οι αρμόδιοι δεν προτίθενται να συνεργασθούν αρμονικά και με έντιμο διάλογο
προς ικανοποίηση του κοινού συμφέροντος.
3. Ο Διάλογος ως μορφή αγώνα: Ο διάλογος είναι μορφή αγώνα, αλλά ενός αγώνα, που, όταν
γίνεται με βάση την αρχή «ου με
πείσεις καν με πείσης», πετυχαίνει μόνο να εξερεθίζει τα ένστικτα των
λαϊκών μαζών και να τις οδηγεί στην αδολεσχία των αγοραίων συγκρούσεων. Ο «αγών
λόγων» - η λυδία λίθος της αλήθειας του τραγικού θεάματος - τον οποίον
οι σοφιστές είχαν αναπτύξει ως μέθοδο εριστικών αντιπαραθέσεων,
παραμορφωμένος από τους λογής δημοκόπους, υποκατέστησε την ομορφιά και τη
ζωτικότητα της παλαίστρας με την οργή και τη βία της Εριστικής, της
πολεμικής Διαλεκτικής, ήτοι της δημαγωγίας και της λαοκολακείας, και οδήγησε
στην παρακμή τον ελληνικό πολιτισμό. Η ζωτική ορμή, που πύρωνε τα σώματα των
αθλητών και γαλβάνιζε τις ψυχές τους, για να πτερωθούν στους αιθέρες του
απολλώνιου φωτός, έγινε φλυαρία, κακοήθεια, κακεντρέχεια. Η Διαλεκτική ως
υποκατάστατο της αθωότητας του αγωνιστικού ενστίκτου, είναι προϊόν της
αρρώστιας και της παρακμής της διονυσιακής δύναμης του πολιτισμού· και όμως
εξυμνείται ως πανάκεια των νοσημάτων της δημοκρατίας. Και το παράδοξο: ενώ
φαινομενικά επικαλείται τη δράση του αγωνιστικού ενστίκτου, στην
πραγματικότητα συγκαλύπτει την παρακμή του. Έτσι, αντί να είναι ευεργετικές
οι συνέπειες του διαλόγου, όπως είχε ελπίσει ο θείος Πλάτων, αποβαίνουν
συνήθως αποστοιχειωτικές και θανάσιμες.
4. Η Αγωνιστική ως τρόπος ζωής: Η Αγωνιστική βέβαια είναι ένας τρόπος ζωής, που
προοδοποιεί την ανάπτυξη του πολιτισμού ως ανθρωποκεντρικού με κύριο άξονά
του τις αξίες του πνεύματος. Ως αντίπαλος της Αγωνιστικής προβάλλεται το
ιδεώδες της μεγαλοφυΐας
του «χαρισματικού» ανθρώπου, ο οποίος ως άλλος Μεσσίας ευαγγελίζεται τη
σωτηρία του λαού και την απολύτρωσή του από την παρακμή. Πράγματι σε
ιστορικές εποχές, όπου εξαίρεται η θεωρία της μεγαλοφυΐας του σωτήρα, η Αγωνιστική εκφυλίζεται σε εμπορευματική συναλλαγή.
Ο αθλητισμός γίνεται πανάκριβο εμπορικό θέαμα, η Πολιτική γίνεται θεατρική
επιχείρηση χολυγκουντιακών προδιαγραφών, το θέατρο μετακυλίεται σε συρμό των
μηχανισμών της προπαγάνδας και του εξανδραποδισμού, οι Καλές Τέχνες
ευτελίζονται ως «μεγάλες οικονομικές αξίες» στα διεθνή χρηματιστήρια.
5. Η απόδειξη ικανοτήτων: Η απόδειξη ικανοτήτων και παραγωγής αξιόλογου έργου από κάθε
άτομο, που έτσι κι αλλιώς είναι υποχρεωμένο ως εκ της φύσεώς του να ζει μέσα
σε μιαν οργανωμένη με θεσμούς και νόμους συμβιωτική κοινότητα, είναι ανάγκη
να γίνεται με εφαρμογή κριτηρίων αντικειμενικά συμφωνημένων και πάντοτε μέσα
στο άπλετο φως της δημοσιότητας υπό συνθήκες νόμιμου συναγωνισμού και
ανταγωνισμού κατά το αισώπειο «ιδού η
Ρόδος ιδού και το πήδημα» και όχι και εν κρυπτώ και παραβύστω. Ο όρος
«εξέτασις», που ετυμολογικώς μας ανάγει στο ρηματικό επίθετο «ετός» και
«ετεός», που σημαίνει: γνήσιος, αληθινός, πραγματικός, δηλώνει την ενέργεια,
με την οποία βγαίνει στη δημοσιότητα ό,τι πραγματικό και αληθινό υπάρχει
κρυμμένο μέσα στα πράγματα, τα γεγονότα και τις έννοιες. (Βλ. «ο
ετάζων καρδίας και νεφρούς», Ψαλμοί 7, 10). Γι’ αυτό τόσο ο εξεταστής
όσο και τα κριτήρια, που θα εφαρμόζονται κατά την εξέταση, είναι αναγκαίο να
είναι αδιάβλητα και να λειτουργούν στο φως των προβολέων της δημοσιότητας,
ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος υποκειμενικής κρίσης πάνω στις επιδόσεις
των εξεταζόμενων.
6. Η επίδοση στο πλαίσιο ανταγωνιστικής κοινωνίας:
Έτσι λοιπόν η κοινωνία δικαιωματικά απαιτεί από το καθένα άτομό της να της
αποδίδει όχι μόνο ό,τι η φύση με την όποια προικοδότησή της στο καθένα
προσδιόρισε να παράγει, αλλά και ό,τι η δική της μέριμνά για την εκπαίδευση
και αγωγή του κάθε ατόμου του επιτρέπει
να προσφέρει ανταγωνιστικά επί πλέον
στην κοινωνία. Και αυτή η προσφορά λέγεται στη γλώσσα μας «επίδοση»,
πρόοδος, εξέλιξη.
Στο πρόβλημα
της επίδοσης συναρτώνται ο καθορισμός των σκοπών της μάθησης, οι στρατηγικές
της εκπαίδευσης, η θεωρία των κινήτρων, οι μέθοδοι ελέγχου της διδασκαλίας
και της μάθησης, τα μέτρα και οι κανόνες της αξιολόγησης όλων των παραπάνω
παραμέτρων με βάση πάντα τους κοινωνικο-οικονομικούς σκοπούς της
ανταγωνιστικής Κοινωνίας και Οικονομίας, χωρίς βεβαίως να παραβλέπονται οι
ανάγκες της προσωπικής μόρφωσης και επιμόρφωσης του ατόμου. Και η επίδοση
τότε μόνο κρίνεται ως θετική, όταν εκτιμάται ως υποδειγματική επιτυχία, αφού
η επιτυχία είναι το καλύτερο επιχείρημα και το πλέον αδιάψευστο τεκμήριο.
7. Εξετάσεις ανοιχτές και αδιάβλητες:
Για να μη κινδυνεύει η επίδοση να αξιολογείται αυθαίρετα και υποκειμενικά,
είναι ανάγκη η αντικειμενικότητα του κύρους της να αποδεικνύεται συνεχώς
μόνο μέσω αδιαβλήτων και θεσμοθετημένων εξετάσεων. Οι εξετάσεις επιτρέπουν
να τίθενται υπό κρίση, δηλ. να εξωτερικεύονται και να δημοσιοποιούνται, όλοι
οι παράγοντες της εκπαίδευσης, ήτοι νομοθεσία, μορφωτικά αγαθά, σκοποί,
ιδεώδη, κίνητρα, μέθοδοι και ικανότητες και επιδόσεις διδασκόντων και
διδασκομένων. Χωρίς τις εξετάσεις η σχολική ζωή παραμένει τυφλή και βωβή και
καταδικάζεται σε διάλυση, ενώ και το κράτος μετατρέπεται σε εθελόκωφο και
εθελότυφλο φωτοσβέστη, οπότε συμβαίνει κατά το ευαγγελικό λόγιο: «τυφλός
τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται» (Ματθ. 15,14).
8. Προβλήματα των εξετάσεων: Τα προβλήματα, που συνδέονται με τις εξετάσεις - και συνακόλουθα
με τον κοινωνικό έλεγχο όλων εκείνων, οι οποίοι προσφέρουν υπηρεσίες και
αγαθά στην κοινωνία και αμείβονται από το κράτος ή τον εργοδότη και τον
καταναλωτή - είναι πολλά και ασφαλώς δεν είναι δυνατόν η εξέταση, ως τεχνητό
μέτρο ελέγχου των δυνατοτήτων απόδοσης και επίδοσης, να εφαρμόζεται παντού
και ανά πάσα στιγμή, αφού η αποδεικτική δύναμη της εξέτασης ισχύει μόνο για
τη στιγμή της διενέργειάς της και μόνο σε σχέση με τους συγκεκριμένους
σκοπούς. Επομένως ούτε σαφείς διαγνωστικούς και πολύ περισσότερο ούτε
προγνωστικούς σκοπούς μπορεί να εξυπηρετεί.
9. Η ψυχολογία των εξετάσεων: Ψυχολογικές έρευνες πάντως έχουν αποδείξει ότι εξετάσεις
για επανάληψη των γνωστικών αντικειμένων (αφού «η επανάληψη είναι μητέρα των σπουδών») όχι μόνο ενισχύουν τη δύναμη
της μνήμης, αλλά ενδυναμώνουν και την αυτοπεποίθηση του μαθητή και τον
εθίζουν στους τρόπους της αυτοδιδαχής, ώστε να ικανωθεί για αυτοδύναμη
ιεράρχηση, αποτίμηση και επεξεργασία των αντικειμένων μάθησης. Η εξέταση,
όσο κι αν είναι άχαρη, μόνον τότε δεν αποβαίνει εφιάλτης, όταν οδηγεί και
διδάσκει στο μαθητή την ικανότητα να μάθει πώς να μαθαίνει διά βίου (homo educandus
και «γηράσκω αεί διδασκόμενος»),
διότι ασφαλώς κανείς δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να βρίσκεται διαρκώς υπό
την εποπτεία των δασκάλων του. Αν όμως εφοδιασθεί γερά με τη δεξιότητα του
μανθάνειν, θα αποδέχεται ως αναντικατάστατο δάσκαλό του μονάχα τη
συγκεκριμένη ζωή, όπου εργαζόμενος μορφώνεται και εκπαιδεύεται, αφού κατά το
δόγμα του «σχολείου εργασίας» «η
μόρφωση τελείται δια του επαγγέλματος και μέσα στο επάγγελμα». Άλλωστε
ως γνωστόν, «μαστορεύοντας ο καθένας
μαθαίνει». Υπ’ αυτούς τους όρους θα έχει πεισθεί κάθε εργαζόμενος να
αποδέχεται και, όσο υπάρχουν κίνητρα διάκρισης, προαγωγής και αμοιβής, να
επιθυμεί και επιζητεί την υποβολή του σε εξέταση.
10. Το δικαίωμα στην ηδονή της εξουσίας:
Οι άξιοι, ευσυνείδητοι και φιλόπονοι δικαιούνται να γευθούν τη γλύκα της
εξουσίας, δηλ. να ικανοποιούν την ορμή προς κοινωνική αναγνώριση και
επιβολή, αφού η αστική κοινωνία και κάθε οργανωμένη κοινωνία είναι κοινωνία
ρόλων. Και όσοι παίζουν επιτυχημένα το ρόλο τους είναι σωστό και δίκαιο να
ανταμείβονται με τη δημόσια επιβράβευση, η οποία τους αναγνωρίζει σε κάποιον
βαθμό μιαν άτυπη εξουσία. Αυτού του είδους η ματαιοδοξία ή, ας το πούμε για
να μην το ξεχνούμε, η φιλοδοξία, είναι η μήτρα της δημιουργίας του
πολιτισμού. Διότι όπως είπε και ο ποιητής των «Ωδών» «έσφαλεν
ο την δόξαν ονομάσας ματαίαν» (Κάλβος, Ωδή
Εις Δόξαν). Εάν λοιπόν όποιος
τυχαίνει να είναι προικισμένος από τη φύση και, από τις συγκυρίες της ζωής,
να είναι ευνοημένος, για να μορφωθεί και να αναπτύξει εξαιρετικές
δεξιότητες, πρόκειται να συναγελάζεται επαγγελματικώς ως ισότιμος και ίσα
αμειβόμενος με τον κάθε καιροσκόπο, τον αμβλύνοο, τον οκνηρό και «πονηρόν
δούλον», τότε, αν παραμείνει στην κοινή υπηρεσία, θα μαραζώσει από την
απογοήτευση, ή θα αναγκαστεί να αποτολμήσει την μεταπήδησή του στον ιδιωτικό
τομέα, όπου, παρά το καταπιεστικό κλίμα εργασίας, η αξία του θα αναγνωριστεί
και θα αυτός θα ευδοκιμήσει. Και τότε, όταν δηλαδή η αφρόκρεμα των ικανών
απορροφηθεί από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, ποιοι θα απομείνουν να υπηρετούν
το κοινό συμφέρον; Μα βέβαια οι αζήτητοι και οι περιττοί ως «άχθος αρούρης»;
Κι έπειτα απορείς, γιατί η ιδιωτική Οικονομία υποσκέλισε την Πολιτική και
την ενεχυρίασε ως πειθήνιο όργανο και ατιμασμένη υπηρέτριά της! Αμηχανείς,
γιατί η Εθνική Οικονομία δεν κατορθώνει να εισπράττει τα φορολογικά της
έσοδα και η πολιτεία αναγκάζεται να βγάζει στο σφυρί τον εθνικό πλούτο, να
ρευστοποιεί τους οργανισμούς κοινής ωφελείας και να εκχωρεί στους μεγάλους
επιχειρηματίες την εκμετάλλευση των μεγάλων έργων εθνικής υποδομής!
11. Η απαξίωση των ικανοτήτων: Η κατάργηση των βαθμών προαγωγής των υπαλλήλων και των
εργαζομένων επέφερε ισοπέδωση, άμβλυνση και στασιμότητα στην παραγωγή
ποιοτικών αγαθών και την προσφορά κοινωφελών υπηρεσιών, ενώ αντίθετα
ενίσχυσε το πνεύμα άμετρων διεκδικήσεων, άναψε το μένος για διατάραξη των
ιστών της κοινωνικής συνοχής με το ολέθριο δόγμα του «κοινωνικού
αυτοματισμού» και της καταστροφής των μέσων παραγωγής. Θλιβερό αποτέλεσμα
είναι η εισαγωγή και ευρεία χρήση της ρομποτικής και της τηλεματικής στους
χώρους μαζικής παραγωγής με συνέπεια την αχρήστευση των εργατικών χεριών και
την πλήθυνση των νεόπτωχων και των νεοπρολεταρίων. Είναι μια ολέθρια
κατάσταση, που με τόση ενάργεια την είχε προβλέψει ο Μαρξ, όταν ακόμα έγραφε
το «Μανιφέστο του κομουνιστικού κόμματος».
12. Η αρχή της αξιοκρατίας πυρήνας της δημοκρατίας:
Η με το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συντεταγμένη πολιτεία
είναι υποχρεωμένη να τάσσει την αρχή της αξιοκρατίας πιο μπροστά από την
αρχή της ανεκτικότητας. Πώς θα μπορεί να επιλέγει τους άξιους; Μα πώς αλλιώς
παρά μόνο με τις εξετάσεις και την αξιολόγηση. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει από
την εποχή του Κλεισθένη, του ιδρυτή της δημοκρατίας, μέχρι σήμερα. Και γιατί
λοιπόν οι ημεδαποί εργαζόμενοι, και μάλιστα εκείνοι, που η πολιτεία τους
έχει εμπιστευτεί την αγωγή των παιδιών της, τη στιγμή που, όπως
ισχυρίζονται, θεωρούν τους εαυτούς
τους και
δημοκρατικούς πολίτες, γιατί
αντιδρούν στην πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας να επανεισαγάγει στην
Εκπαίδευση το μέτρο των αξιολογήσεων; Διότι βεβαίως η εφαρμογή του θα
καταδείξει τις ελλείψεις και τις αδυναμίες των περισσοτέρων και θα τους
αναγκάσει ή να στρωθούν στη δουλειά ή να παραχωρήσουν τη θέση τους σε άλλους
άνεργους, αλλά πολίτες δοκιμασμένων δεξιοτήτων και αποφασισμένους να
διεκδικήσουν την κοινωνική τους ευδοκίμηση μέσα από την ποιότητα του έργου
τους. Διότι τότε ο δημόσιος τομέας θα πάψει να αποτελεί άσυλο ανιάτων ή
πεδίο ελεύθερης άσκησης ρωμαϊκών θηριομαχιών και θα ευεργετεί το
φορολογούμενο πολίτη ανταποδίδοντάς του ασφάλεια, αξιοπιστία, σεβασμό και
στοργή.
* * *
Η
Αγωνιστική, όπως εφαρμόσθηκε κυρίως στο χώρο του αθλητισμού, απέδειξε την
αναπαλλοτρίωτη αξία του τριωνύμου της επιτυχίας και της νίκης: ήτοι της
επίδοσης, της εξέτασης
και της αξιολόγησης. Όποιος
δειλιάζει να εμπλακεί στις πραγματείες αυτού του στίβου αυτός
αυτοκαταδικάζεται στο ρόλο του παθητικού θεατή και τελικά του επαίτη και του
περιθωριακού. Και γι’ αυτό θα είναι όχι απλώς αξιολύπητος, αλλά
αυτοκατάκριτος ως άθυρμα κωμαστών της Ενημέρωσης και παίγνιο γελωτοποιών της
Πολιτικής.-