Μνήμες και αναδρομές (Παραβόλα 8 Δεκεμβρίου 1948):
Δέσπω την
έλεγαν κι όχι Ελένη
Αφιερώνεται στη μνήμη των
τριών θυμάτων της Χωροφυλακής
Γράφει ο
Δημοσθένης Γ.
Γεωργοβασίλης
«Από
το Λιτόχωρο στο Γράμμο και στο Βίτσι, ο Δημοκρατικός Στρατός
προχωρεί προς τη νίκη» φώναζε από τα υψώματα ένας αντάρτης με
τον τηλεβόα προς την αποσβολωμένη σαν κεραυνόπληκτη κωμόπολη· ήταν
ένα από τα συνθήματά τους, καθώς η ομάδα τους ανηφορίζοντας
αποχωρούσε μετά την επιχείρηση. Όλοι οι κάτοικοι της κωμόπολης και
των γύρω συνοικισμών πιάστηκαν στο πρωτοΰπνι και πετάχτηκαν
αλαφιασμένοι και άναυδοι σαν από εφιάλτες. Απανωτές οι βροντές των
όπλων και οι ριπές των πολυβόλων. Ήταν Πέμπτη βράδυ στις 8 Δεκέμβρη
του 1948.
* * *
Τον πληθυσμό της
χώρας κιόλας, από τον καιρό της ιταλογερμανικής Κατοχής, οι
«προστάτες» και οι «σύμμαχοι» της Ελλάδας τον είχαν διαιρέσει σε
«κομμουνιστές» και «εθνικιστές». Και τον έσπρωξαν σε εμφύλιο πόλεμο,
που από το 1946 ρήμαζε τη χώρα και μάνιαζε όχι μόνο στη Μακεδονία,
αλλά και στην νότια Ελλάδα. Ο ανταρτικός στρατός αυτοαποκαλούνταν
τώρα όχι Ε.Λ.Α.Σ, αλλά «Δημοκρατικός Στρατός». Ο τακτικός, «Εθνικός
Στρατός». Στη Νότια Ελλάδα δρούσαν ομάδες ατάκτων με τη μορφή
συμμοριών, που τη νύχτα διενεργούσαν εφόδους σε κατοικημένες
περιοχές και την ημέρα λούφαζαν στα δάση.
Είχε κυριευτεί το
Καρπενήσι και πολλά μεγάλα χωριά· κινδύνευε η Καρδίτσα, η Άρτα ακόμα
και το Αγρίνιο. Όμως εδώ ήταν στρατοπεδευμένο ένα τάγμα «Εθνικού
Στρατού» με κάμποσα τροχοφόρα πολεμικά άρματα, και στο αεροδρόμιο
ήσαν ετοιμοπόλεμα κάποια αεροπλάνα-«νεκροφόρες», από εκείνα, που οι
«σύμμαχοι» είχαν αχρηστεύσει βομβαρδίζοντας την ηττημένη χιτλερική
Γερμανία με το τέλος του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Ένα απ’ αυτά
της βάσης του Αγρινίου είχαν καταρρίψει κοντά στην Προστοβά οι
«συμμορίτες» του Καπετάν-Γιώτη.
* * *
Στην Παραβόλα οι
αγρότες αγωνίζονταν να τινάξουν τις ελιές, προτού φτάσουν τα
Χριστούγεννα με τις νεροποντές, τις παγωνιές και τα χιόνια. Όπως
κάθε χρονιά, από τα βουνά είχαν κατεβεί στα καμποχώρια για
μεροκάματο μαζώχτρες και τιναχτάδες. Η μέρα ήταν λιόχαρη, αλλά το
κρύο πιρούνιαζε. Κάποιοι κάτοικοι κατά το μεσημέρι πρόσεξαν στην
αγορά δυο τρεις νεοφερμένους επισκέπτες· ήσαν νέοι άντρες ξερακιανοί
και κακοντυμένοι· ανήσυχοι τριγύριζαν στα καφενεία ανάμεσα στις
παρέες και ζητούσαν δουλειά στη συλλογή του λιόκαρπου ή και σε
επισκευές κατοικιών· έλεγαν πως ήταν ακόμα μαραγκοί και χτίστες.
Γυναίκες, που μάζευαν αποβραδίς τις γίδες τους από τη βοσκή,
ψιθύριζαν πως είχαν ιδεί ξαπλωμένους κάτω από τις βελανιδιές και
ανάμεσα σε θάμνους λίγους άντρες γενειοφόρους και αγριωπούς. Και
όμως όλα αυτά δε στάθηκαν αρκετά, για να κινηθεί στους κατοίκους
ζωηρή υπόνοια επερχόμενου κακού.
Το απόγευμα είχε
τοιχοκολληθεί στα καφενεία έκτακτη διαταγή της Αστυνομίας. Οι
κάτοικοι όφειλαν να μαζευτούν ενωρίς στα σπίτια τους, από τις οχτώ η
ώρα, να αμπαρωθούν και να σφαλίσουν τα παράθυρα. Τούτη τη βραδιά
έπρεπε να υπάρχει συσκότιση. Έτσι κι ο ύπνος έπεσε νωρίς σ’ ολόκληρο
τον πληθυσμό.
Κάπου στις δέκα τη
νύχτα έφτασε από το Αγρίνιο ένα τζιπ με πέντε αστυνομικούς· έκαναν
έφοδο, για να ελέγξουν την εφαρμογή του μέτρου. Ευχαριστημένοι για
την πειθαρχία του πληθυσμού ετοιμάστηκαν να επιστρέψουν. Ένας
πρότεινε να επισκεφτούν κάποιο συγγενή του, που κατοικούσε εκεί
κοντά στην πλατεία, πλάι στην εκκλησία, μήπως τους κεράσει ρακί,
γιατί ήξερε πως είχε βγάλει πρόσφατα από τα τσίπουρα του αμπελιού
του. Όμως ο συγγενής δεν άνοιξε και οι αστυνομικοί αποκαρδιωμένοι
γύρισαν στο τζιπ και επιβιβάστηκαν.
Μα προτού ο οδηγός
βάλει εμπρός, ξαφνιάστηκαν ακούγοντας από παραδίπλα δυνατή φωνή:
«Αλτ! ποιοι είστε;» Σαστισμένοι αποκρίθηκαν: «Χωροφύλακες της
Ασφαλείας Αγρινίου». Ομοβροντίες από τρεις γωνίες άστραψαν τη νύχτα
και τάραξαν το βαθύ ύπνο των γειτόνων. Ο οδηγός πρόλαβε και κρύφτηκε
δίπλα στη ρόδα του αυτοκινήτου· ένας άλλος πρόφτασε και πήδησε, για
να χωθεί στη διπλανή αυλή. Οι τρεις άλλοι έβαψαν με το αίμα τους και
με τα μυαλά του κρανίου τους τα σκαλοπάτια και το λιθόστρωτο του
διπλανού σπιτιού. Οι αντάρτες με το δοχείο των εφεδρικών καυσίμων
περιέχυσαν το όχημα και το πυρπόλησαν. Στην αναλαμπή, που φώτιζε
ολόγυρα μέχρι πάνω στην πευκόφυτη πλαγιά και τον απέναντι λόφο,
κάποιοι αντάρτες απογύμνωσαν τους τρεις νεκρούς χωροφύλακες· άλλοι
με λύσσα κατατρύπησαν τα άψυχα κορμιά με βαθιές μαχαιριές.
Στην κωμόπολη
έτυχε να εδρεύει μια ομάδα τριών ένοπλων εθνοφυλάκων, που με
χειροκίνητο τηλέφωνο επικοινωνούσαν με τη βάση τους στο Αγρίνιο.
Πρόλαβαν να ενημερώσουν ότι κάτι το φρικτό συνέβαινε στην Παραβόλα
και ότι ένα όχημα φλέγεται. Έντρομοι απέκοψαν το καλώδιο της
γραμμής, κατέβηκαν τις μεγάλες πέτρινες σκάλες και χώθηκαν στο
σκοτάδι. Σκιές ανταρτών, που όρμησαν στην αγορά αθόρυβα, γιατί όλοι
τους φορούσαν γουρουνοτσάρουχα, προσπαθούσαν να διαρρήξουν τις
πόρτες και τα ρολά παντοπωλείων, φούρνων, υποδηματοποιείων και
καφενείων.
Στην άκρη της
κωμόπολης, στο Διάσελο, αντάρτες είχαν αρχίσει να μαζεύουν βίαια
άντρες και γυναίκες, για να τους πάρουν μαζί τους ως ομήρους. Είχαν
προλάβει να πιάσουν στον ύπνο τέσσερις γεροδεμένους άντρες και δύο
νεαρές και άγαμες γυναίκες. Την άλλη μέρα διαδόθηκε ότι κάποιοι
κάτοικοι είχαν ακούσει κείνη τη νύχτα αντάρτες να αναφέρουν ονόματα
δύο χωριανών, τους οποίους ήθελαν να απαγάγουν, επειδή είχαν
δραστηριοποιηθεί στην παρακρατική και ακροδεξιά οργάνωση «Χ».[Η
επιχείρηση απαγωγής κατοίκων είχε αρχίσει από το Διάσελο, γιατί τάχα
κάποιος αντάρτης γνώριζε τη γειτονιά και ήξερε ποιους κατοίκους
ήθελαν να απαγάγουν. Ίσως να ήταν κι έτσι. Όμως φαίνεται πιθανότερο
πως οι αντάρτες είχαν κατεβεί εκεί από τα ορεινά χωριά, που
υψώνονται βορειοανατολικά της Παραβόλας, και επομένως από εκεί ήταν
βολική η εισβολή τους. Η κωμόπολη με πυκνή δόμηση συμπιέζεται
ανάμεσα στο λόφο του Παλιόκαστρου, νότια, και στους πρόποδες του
Παναιτωλικού, βόρεια, που υψώνεται απότομα, ωσάν να την σκεπάζει.].
Το μήνυμα, που
πρόλαβαν οι εθνοφύλακες να στείλουν στο Αγρίνιο, κινητοποίησε αμέσως
τον «Εθνικό Στρατό». Έξι τροχοφόρα πολεμικά οχήματα βγήκαν αμέσως
στο δρόμο· φτάνοντας στο τότε ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στην
ανατολική άκρη του Αγρινίου, άρχισαν να πυροβολούν, όχι κατά πάνω
στην κωμόπολη, αλλά ψηλότερα προς τη Βελαώρα και το χωριό Αφράτο.
Τροχιοδεικτικές βολίδες και βλήματα μυδραλιοβόλων χαράκωναν τον
ουρανό.
Οι αντάρτες
περικύκλωσαν το πατρικό σπίτι του το νεαρό βουλευτή του κόμματος των
Φιλελευθέρων Γιώργο Σταμάτη. Γνώριζαν καλά ότι εκείνο το βράδυ είχε
έρθει να επισκεφτεί τους γονείς του. Το σπίτι του βρίσκεται κοντά
στο θέατρο της σφαγής. Ο βουλευτής βλέποντας κάποιες σκιές να
ζυγώνουν στο σπίτι του κατέβηκε και χώθηκε στη διπλανή αποθήκη.
Κρύφτηκε ανάμεσα στις φούρκες, που ο καπνοπαραγωγός πατέρας του
φύλαγε στοιβαγμένες εκεί από τον καλό καιρό της μεγάλης και άριστης
ποιοτικής παραγωγής καπνού. Απόξω από το σπίτι του Σταμάτη κατέφθασε
ένας οπλίτης των σωμάτων Μ.Α.Υ. (=Μονάδων Ασφαλείας Υπαίθρου), που
έτυχε να φιλοξενείται στο υπόγειο κοντινού σπιτιού. Τον έπιασαν οι
αντάρτες και τον έσφαξαν επί τόπου, ενώ ο δυστυχής μούγκριζε σαν
δαμάλι.
Στο Διάσελο,
ανατολικά, στο πέρασμα της δημοσιάς, ανάμεσα στο βουνό, αριστερά,
και στο λόφο του νεκροταφείου, νότια, ένας γέροντας, ετοιμοθάνατος,
ψηλά από το μπαλκόνι του σπιτιού του βογγούσε γοερά και ικέτευε τους
απαγωγείς να του δώσουν πίσω την ακριβοθυγατέρα του. «Δέσπω, κορίτσι
μου, φέρε πίσω το σπλάγχνο μου κι εγώ να σου δώσω όλο το βιος μου.
Δέσπω, είμαι βαριά άρρωστος και σε λίγο θα πεθάνω. Άφησε την κόρη
μου να μου κλείσει τα μάτια».
Η Δέσπω, ίσαμε
εικοσιπέντε ετών τώρα, ήταν κιόλας μια θρυλική ανταρτίνα. Από μήνες
κυκλοφορούσε φήμη σκληρής και αιμοβόρας γυναίκας. Μέχρι τον πόλεμο
έτυχε να έχει εργαστεί κάμποσες φορές στο φύτεμα του καπνού και στο
μάζεμα της ελιάς. Η Δέσπω γνώριζε καλά την περιοχή και τους
κατοίκους της. Ίσως να είχε εργαστεί και ως υπηρέτρια σε κάποιες
ευκατάστατες οικογένειες. Γιατί αλήθεια, κάποιοι νοικοκυραίοι είχαν
υπηρέτες και υπηρέτριες, νέους φτωχούς ή ορφανούς από πολυμελείς
ορεινές οικογένειες, που, για να μη λιμοκτονήσουν, κατέβαιναν κατά
καιρούς στο καμποχώρια, ιδιαίτερα από τη χρονιά, που με νόμο του
δικτάτορα Μεταξά αναγκάσθηκαν να παραδώσουν στον κρεοπώλη τα κοπάδια
των γιδιών τους.
* * *
Η Δέσπω, όμορφη,
κοντούλα και μελαχρινή, φθονούσε την τύχη των κοριτσιών του χωριού,
που τα Σαββατοκύριακα φορούσαν τα μεταξωτά, τα κρινολίνα και τα
λουστρίνια κι έβγαιναν στη βόλτα. Κείνα τα κορίτσια, που δεν είχαν
ανάγκη να δουλέψουν και τραγουδούσαν, χόρευαν, χαίρονταν στους
βραδινούς περίπατους τις συντροφιές τους και μορφοστολίζονταν να
πάνε στην εκκλησιά, τους γάμους και τα πανηγύρια.
Όμως τέτοιες
κοπέλες σαν τη Δέσπω δούλευαν ως «υπηρέτριες» στην πόλη και στα
μεγάλα καμποχώρια και δεν είχαν την άνεση ούτε το βράδυ της
Ανάστασης να πάνε στην εκκλησιά. Ζούσαν με το ασήκωτο χρέος να
εξυπηρετούν τις φανερές και τις κρυφές ανάγκες της οικογένειας, που
τις «τάιζε» και τις
«φιλοξενούσε». Ιδιαίτερα στα χωριά ήταν υποχρεωμένες να φροντίζουν
για καυσόξυλα στους αγρούς και να τα κουβαλάνε ζαλίγκα για το φούρνο
και το καζάνι της μπουγάδας, να μεταφέρουν από μακριά, από το
μακρινό πηγάδι, την απόκρημνη πηγή ή από τη δεξαμενή του
υδραγωγείου, τη βαρέλα στην πλάτη ή τρεις ποτίστρες φρέσκο νερό, μια
πάνω στο κεφάλι της και δύο με τα χέρια, να πλύνουν, να σιδερώνουν,
να φροντίζουν τις όρνιθες, τις γίδες, το σκύλο, το γάιδαρο, να
στρώνουν τα κρεβάτια, να συγυρίζουν το μεγάλο σπίτι, να σκουπίζουν
παντού, στην αυλή, στις αποθήκες. Και κάποτε να πλύνουν, να αλλάζουν
και να ξεσκατίζουν την κατάκοιτη γριά ή τον ανήμπορο γέροντα. Και
ποια, θαρρείς, ήταν η αμοιβή τους; Ένα πιάτο φαΐ
και τα αποφόρια της κυράς και των κοριτσιών της. Τέτοια και
χειρότερη ήταν η μοίρα φτωχών ή ορφανεμένων παιδιών εκείνα τα
χρόνια.
Έτσι τούτη τη
βραδιά η Δέσπω με ανείπωτη ευτυχία «έπαιρνε εκδίκηση» από την μικρή
κοινωνία για λογαριασμό και όλων των ομοιοπαθών της: Αρπάζοντας τις
θυγατέρες δύο νοικοκυραίων φύτευε βαθιά στην καρδιά των γονιών
θανάσιμο βόλι. Γιατί πράγματι ο δύστυχος και γέροντας πατέρας σε
λίγες μέρες έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Η Δέσπω βέβαια είχε
σκοπό να αρπάξει κι άλλα κορίτσια «καλών οικογενειών», που η ευτυχία
τους είχε σπείρει στην ψυχή της τους σπόρους τούτης της εκδίκησης.
Όμως οι αντάρτες
βλέποντας τις φωτεινές βολίδες στον ξάστερο ουρανό, που τώρα τον
ασήμωνε ένα ολόγιομο φεγγάρι,
και ακούγοντας τους πυκνούς πυροβολισμούς, που όσο πήγαινε
και δυνάμωναν, βάρεσαν τη σάλπιγγα και ανηφόρισαν για τα βουνά. Από
το πλάτωμα, που οι σημερινοί κάτοικοι το ονόμασαν «Πανόραμα» και
εκεί γιορτάζουν κάθε χρονιά τα κούλουμα, φώναξαν με το χωνί τις
απειλές και τα επαναστατικά τους συνθήματα «Από
το Λιτόχωρο στο Γράμμο και στο Βίτσι. . .»· συνάμα
«αποχαιρετούσαν» θριαμβευτικά την ωραία κωμόπολη ρίχνοντας τρεις
βολές όλμου, που οι οβίδες έσκασαν λίγο κοντά στη γέφυρα της
δημοσιάς, χωρίς ευτυχώς να κάμουν ζημιά σε ανθρώπους ή σπίτια. Είχαν
προλάβει και πήραν μαζί τους τρεις άνδρες, έναν έφηβο και δύο
κορίτσια της παντρειάς.
* * *
Οι έξι όμηροι μετά
τον Απρίλη του 1949, όταν δηλ. ο «Εθνικός Στρατός» είχε δυναμώσει
και εξοπλιστεί καλύτερα από τους νέους «συμμάχους», τους
Αμερικανούς, κι άρχισε να απωθεί ή να εξοντώνει τις ανταρτικές
δυνάμεις, επέστρεψαν στις οικογένειές τους. Τέσσερις από εκείνους
ζουν ακόμα σήμερα, αλλά όσο κι αν πολιορκούνται από ανένδοτα
ερωτήματα, δεν θέλουν να θυμούνται τίποτε από εκείνη τη φρίκη.
* * *
Η διαβόητη και
θρυλική Δέσπω λίγο αργότερα δικάστηκε στο Μεσολόγγι από έκτακτο
στρατοδικείο. Είπαν πως στην απολογία της κράτησε την ίδια σκληρή
αλλά περήφανη στάση υπερασπιζόμενη με εκπληκτικές ρητορικές
ικανότητες τη δράση της και των συναγωνιστών της. Είπε πως δεν
κάτεχε τίποτας για τον κομμουνισμό, ήταν ολιγογράμματη, σχεδόν
ολότελα αγράμματη, γιατί ο πολύτεκνος πατέρας της την έστελνε στα
γίδια κι όχι στο σχολειό, και πάντως ότι δεν ήταν κομμουνίστρια. Και
τότε οι στρατοδίκες τη ρώτησαν: γιατί λοιπόν ανέβηκε στο βουνό αυτή,
μια τόσο νέα, πανέμορφη και τόσο έξυπνη κοπέλα, και δεν προτίμησε να
παντρευτεί, να γεννήσει παιδιά και να χαρεί τη ζωή. Κι εκείνη
αποκρίθηκε πως από μια τέτοιας απελπισίας εγκληματική ενέργεια όχι
μόνο η ίδια θα ζούσε ολοζωής σε σκληρότερη αθλιότητα με ασήκωτη
ενοχή, αλλά και τα παιδιά της θα κληρονομούσαν χειρότερη μοίρα. Και
δεν είχε τέτοιο δικαίωμα. Ήθελε λευτεριά, ψωμί και αξιοπρέπεια για
τον εαυτό της και τα παιδιά της. Κι όσο αυτά δεν τα είχε, είπε,
ήθελε η επαναστατημένη ψυχή της να ζει με τους ομοίους της, να
συμμετέχει στην αγάπη και στις αρετές τους και να μοιράζεται μ’
εκείνους τη χαρά της δίκαιης οργής και τη μάνητα της εγκληματικής
εκδίκησης. Είπε ακόμα πως ένιωθε μέσα της να μουγκρίζει ένα
ηφαίστειο εκδίκησης απέναντι στις συμμορίες των ευτυχισμένων
εκμεταλλευτών και καταπιεστών, που βλέπουν τα δυστυχισμένα θύματά
τους μόνον ως πραμάτεια για όλα τα γούστα τους. Είπε τέλος ότι τόσο
η ίδια όσο και οι σύντροφοί της ήσαν γεννήματα της εποχής, η οποία
τους ανέθεσε το ρόλο της εκδικήτρας οργής· είπε επίσης πως
oι σύντροφοί της ήθελαν να την κάμουν
ακόμα και αρχηγό τους, για να τους εμπνέει τον έρωτα της θυσίας και
του θανάτου, γιατί έβλεπαν στην ορμή της μια φλόγα, που τους
δρόσιζε, όπως το πυρ δρόσιζε τους ευαγείς παίδες μέσα στη καμίνι.
Και εκείνη δε δέχτηκε. Γιατί ο αρχηγός, είπε, είναι μόνος, αλλά η
ίδια ήθελε να ζει σαν άνθρωπος ανάμεσα σε συνανθρώπους με τον
αστόμωτο έρωτα της ζωής αγκαλιασμένη πάντα με τους αγαπημένους της.
Σε λίγες μέρες,
χαράματα, οι στρατοδίκες την είχαν στήσει μπροστά στις δέκα κάννες
του εκτελεστικού αποσπάσματος.
* * *
Εικοσιπέντε χρόνια
αργότερα κάποιος κάτοικος της κωμόπολης ξόδεψε να στηθεί ένα μικρό
μνημείο για τα θύματα της Αστυνομίας. «Πολιτικοί» της εποχής και
«εκπρόσωποι των αρχών λάμπρυναν την τελετή». Αρκετοί κάτοικοι
εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους προς τα θύματα, γιατί από τη δυστυχία
εκείνων σώθηκε ο πληθυσμός την τρομερή νύχτα. Κάποιοι άλλοι όμως,
μόλις άλλαξε η κατάσταση της δικτατορίας, φρόντισαν να γκρεμίσουν
και εξαφανίσουν το μνημείο. Αλλά και ο χορηγός του μνημείου έτυχε
στα χρόνια της Κατοχής να έχει ανοίξει λογαριασμούς με τους αντάρτες
και να έχει καταφύγει στην προστασία του κατακτητή! Άλλωστε και η
εποχή, που στήθηκε το μνημείο, δύο χρόνια προτού γκρεμιστεί η
χούντα, δεν ήταν η ευνοϊκότερη. Και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει στην
Παραβόλα ούτε μια εντοιχισμένη αναμνηστική πινακίδα, έστω εκεί, στις
οικοδομές, που χτίστηκαν αργότερα στην μικρή πλατεία της θυσίας, που
να θυμίζει στους νεότερους τα γεγονότα εκείνης της φρικτής νύχτας.
Πολλοί αγνοούν φαίνεται ότι ο πέπλος της λήθης των εμφυλίων
σπαραγμών δεν είναι ποτέ εθνωφελής.
Από τους έξι
ομήρους, που πρόφτασαν να πάρουν μαζί τους οι αντάρτες, οι τρεις
άντρες έτυχε να συμπαθούν μέχρι τότε το δεύτερο αντάρτικο του
εμφυλίου. Ακόμα και ο υποψήφιος μνηστήρας της θυγατέρας του τραγικού
γέροντα, ταχυδρομικός υπάλληλος της κωμόπολης, «αριστερός» τότε,
μυστικά έστειλε γράμμα προσωπικού ενδιαφέροντος στο «συναγωνιστή»
Καπετάν-Γιώτη, πρώην συνάδελφό του (υπάλληλο των Τ.Τ.Τ.) και τώρα
επικεφαλής του αντάρτικου αποσπάσματος, που δρούσε στα βουνά του
Απόκουρου. Ο καπετάν Γιώτης, που με αγωνία περίμενε στο Αφράτο την
επιστροφή του αποσπάσματός του από την Παραβόλα, ήταν ο μετέπειτα
γνωστός πολιτικός Χαρίλαος Φλωράκης. Το γράμμα ατυχώς έπεσε στα
χέρια του στρατού και ο συμπαθέστατος επιστολογράφος πιάστηκε και
φυλακίστηκε για λίγο στο Αγρίνιο .
Όλοι οι όμηροι
ευτυχώς γλίτωσαν και μετά από πέντε μήνες περίπου, χάρη στις νίκες
του «Εθνικού Στρατού», γύρισαν στα σπίτια τους. Κι όταν κάποιος
περίεργος τούς ρωτούσε για τα βιώματά τους από κείνη τη φρικαλέα
περιπέτεια, δεν ήθελαν να τη θυμούνται, εξόρκιζαν με βδελυγμία το
κακό και εύχονταν: ποτέ πια διχασμός, ποτέ πια αδερφοσφαγή!
Μονάχα ο νεότερος
από τους τέσσερις άνδρες, που είχαν προφτάσει να πάρουν μαζί τους οι
αντάρτες, παλικάρι μόλις δεκαοχτώ χρονών, ως αστυνομικός αργότερα
σπούδασε σε νυχτερινά σχολεία, ήξερε να αποκρίνεται με τούτα τα
λόγια του ποιητή: «τόσος πόνος, τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα
πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη».
Τ’ άκουσε η γριά η
Κοκόνου, που ήταν από το ίδιο χωριό με τη Δέσπω, την Κόνισκα, πιο πάνω από το Κεφαλόβρυσο, και τη γνώριζε από μωρό
ακόμα, και ξαφνιασμένη είπε:
“Τι λέει μωρέ, το φαντασμένο; Δέσπω την
έλεγαν κι όχι Ελένη»!
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης

