ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΚKΛΗΣΙΑς:

   Κωνσταντίνος Τσούφης

1932-2014

Εφημέριος ενορίας Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου

Οχτώ συναπτά χρόνια διακόνησε στη ενορία του Αγίου Δημητρίου Παραβόλας ο Παπα-Κώστας Τσούφης  και άφησε στους κατοίκους το όνομά του να γίνει θρύλος ανθρωπιάς και πρωτοχριστιανικού ήθους. Ο Δεσπότης Καλλίνικος τον τοποθέτησε εκεί τον Αύγουστο του 1967, αφού ο μέχρι τότε (από το 1935) εφημέριος Παπα-Γιώργης Παπαπαναγιώτου παραιτήθηκε καταβεβλημένος όχι τόσο από τα γηρατειά, όσο από τον καταλυτικό σακχαροδιαβήτη. Ο Παπα-Κώστας αμέσως εγκολπώθηκε το όνειρο του προκατόχου του και ανασκουμπώθηκε. Επηρεάστηκε και άναψε περισσότερο τον πόθο του να αναδειχτεί άξιος της αγάπης του ποιμνίου του, μόλις διάβασε μια επιστολή του τότε κυβερνήτη της χώρας, που την απηύθυνε προς τον ταπεινό ιερέα για την αξιοσύνη του γιού του Πάνου. Ο Πάνος είχε διοριστεί στην Κυβέρνηση ως υφυπουργός Γεωργίας και με την εγνωσμένη ευφυΐα του, αλλά και τις καινοτόμες πρωτοβουλίες του είχε καταπλήξει τους άλλους υπουργούς. Ο Παπα-Γιώργης ευχαρίστησε τον κυβερνήτη για τα συγχαρητήρια, που του εξέφραζε για το γιο του Πάνο και εξομολογήθηκε το παράπονο, που είχε απέναντι της ζωής: Ο πατέρας του Πάνου είναι στο γέρμα της ζωής του και οι κακές συγκυρίες των περασμένων χρόνων δεν του επέτρεψαν να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Όταν ήρθε στην Παραβόλα, βρήκε ένα εκκλησάκι χωρίς καμπαναριό και βασικά χωρίς καμπάνα. Βάλθηκε αμέσως και έχτισε δυο μεγάλα καμπαναριά και κρέμασε στο δεξί μια μεγάλη καμπάνα, που την έφερε ο Μήτσος Μπέλλας από τη Πάτρα, που σε λίγο έγινε και γαμπρός του χωριού. Στα χρόνια της Κατοχής κλέφτες διέρρηξαν επανειλημμένως το ναό, γιατί οι πόρτες του ήταν ξύλινες και μισοσαπισμένες από τη βροχή και το σαράκι. Μόλις πέρασε η Κατοχή κι ενώ η Ελλάδα ήταν βουτηγμένη στη ματωμένη λάσπη του εμφύλιου σπαραγμού, βάλθηκαν παπάς και συμβούλιο εκκλησιαστικών επιτρόπων να κάμουν οικονομίες, για να βάλουν στη είσοδο τουλάχιστον μια σιδερένια πόρτα. Πάνω που συγκέντρωναν το ποσό, που απαιτούσε ο σιδηρουργός μόνο για αγορά των υλικών, γιατί τη δουλειά του τη χάριζε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, έρχεται ο Δεσπότης, ο Ιερόθεος, και ζητάει δώδεκα εκατομμύρια δραχμές, που αναλογούσαν στην ενορία, για να εξοφλήσει εκείνος το αντίτιμο αγοράς λιμουζίνας αναγκαίας για τις μετακινήσεις του. Ο Παπα-Γιώργης αποκαρδιώθηκε.

Κάτι τέτοια έγραφε ο παπάς-πατέρας στον κυβερνήτη. Εκείνος κάλεσε τον Πάνο και του είπε: Πες στον πατέρα σου –θα του γράψω βέβαια κι εγώ- να μη χάνει καιρό, να βάλει εμπρός να χτίσει το ναό, που ονειρεύτηκε. Εμείς θα σταθούμε δίπλα του σε ό,τι χρειαστεί. Το έμαθε ο νέος Δεσπότης Θεόκλητος, και μια που ο Παπα-Γιώργης ήταν πολύ άρρωστος, δέχτηκε την παραίτησή του και διόρισε τον Παπα-Κώστα ως διάδοχο.

Βέβαια ο ταπεινός παπα-Κώστας δεν ησύχασε. Συγκίνησε όλους τους συγχωριανούς, έκαμε εράνους, χτύπησε πόρτες και πόρτες για οικονομική ενίσχυση, ήρθαν και τα πολύτιμα υλικά, που εξασφάλιζε ο Πάνος με την βοήθεια του κυβερνήτη και η καινούργια εκκλησιά σε τρία χρόνια ορθώθηκε στη θέση της παλιάς, μεγαλόπρεπη και φανταστική. Ο Παπα-Γιώργης, αν και βαριά άρρωστος, καμάρωνε προσευχόμενος μέσα στο Ιερό, ενώ ο παπα-Κώστας όχι μόνο προσπαθούσε να διδαχτεί το τελετουργικό τυπικό του αμίμητου λειτουργού, αλλά έδειχνε και ειλικρινή σεβασμό απέναντί του, που κολάκευε τον παπα-Γιώργη. Ο παπα-Κώστας με τα έξι παιδιά του και με σχεδόν μόνο το μισθό του, γιατί από «τυχερά» του λειτουργήματός του δεν ήθελε να εισπράττει, εκτός αν οι πιστοί τον πίεζαν να τα δεχτεί, μετατέθηκε στο καλοκαίρι του 1975 στον ενοριακό ναό του Αγίου Χριστοφόρου, το δεύτερο σε σημασία ναό της μεγάλης πόλης του Αγρινίου.

Ποια εικόνα άφησε ο Παπα-Κώστας στην Παραβόλα εκείνα τα οχτώ χρόνια της διακονίας του; Το χωριό εξυπηρετούνταν κάθε μισή ώρα με αστική συγκοινωνία με το Αγρίνιο. Ο παπα-Κώστας πήρε την οικογένειά του και ενοικίασε στο σπίτι του καθηγητή Μήτσου Στάμου και εγκαταστάθηκε στο χωριό. Ήθελε να ζει μαζί με τους κατοίκους και να αφουκράζεται την ανασεμιά τους. Αεικίνητος κοινωνικός συμπαραστάτης του κάθε αναγκεμένου, κρατούσε τον ναό όλη μέρα ανοιχτό, ώστε οι πονεμένοι να βρίσκουν παρηγοριά μπροστά στις εικόνες. Σε κάθε τελετή ο χώρος του μεγάλου τώρα ναού ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Πώς κατόρθωσε και συγκέντρωνε όλον εκείνο τον κόσμο μέσα στην εκκλησία;

Κάθε βραδάκι, μετά τον εσπερινό, που σχεδόν τον τελούσε κάθε απόγευμα, «έπαιρνε σβάρνα» όλα τα καταστήματα του χωριού από την μια άκρη μέχρι την άλλη. Έμπαινε, χαιρετούσε γενικά τους πάντες και στη συνέχεια πλησίαζε τον καθένα και κοιτώντας τον στα μάτια τον ρωτούσε με πηγαίο ενδιαφέρον για τα μέλη της οικογένειάς του, που τα γνώριζε όλα ονομαστικά. Όπου μάθαινε πώς κάποια βρίσκονται σε ανάγκη, αμέσως έμπαινε σε ενέργεια το ένστικτο της συναντίληψης. Είπαμε, είχε έξι παιδιά ο παπα-Κώστας, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Όσα πήγαιναν στο σχολείο, τα φρόντιζε η άοκνη και πανάξια παπαδιά του όχι βέβαια στο διάβασμα, αλλά με τη μητρική στοργή της στην ηθική και κοινωνική διαπαιδαγώγηση. Ήξερε ότι είναι σύζυγος ιερέα Λευίτη και έπρεπε τόσο αυτή όσο και τα παιδιά της να είναι αντίγραφα εκείνου. Γύρω στην ώρα του εσπερινού η παπαδιά εξαπέλυε τα μεγαλύτερα παιδιά  της για στις οικογένειες, που μάθαινε ο παπάς το προηγούμενο βράδυ ότι είχαν ανάγκη: να ρωτήσουν αν θέλουν να τους ψωνίσουν από το μαγαζί κάτι, να τους φέρουν νερό από τη βρύση, να τους κάμουν κάποιο θέλημα. Και τα είχε δασκαλέψει να μη δέχονται από κανέναν κάποιο φιλοδώρημα.

Μιας μικρομάνας το μεγαλύτερο κορίτσι, κάπου 17 ετών, βρέθηκε στο υπνοδωμάτιό του ένα πρωί πεθαμένο. Ο γιατρός είπε πως είχε αυτοκτονήσει. Βρήκαν και γράμμα της, από όπου έμαθαν ότι έφυγε από τη ζωή, για να υπάρχει στον άλλο κόσμο, μακάρι αγκαλιά και στον τάφο, μαζί με τον αγαπημένο της, που όντας στρατιώτης σκοτώθηκε με τη μοτοσυκλέτα. Ο παπα-Κώστας δεν ξεσπάθωσε σε κολαστικό κήρυγμα θεολογίας κατά του κοριτσιού ή κατά της αυτοκτονίας. Πήρε κερί και λιβάνι και κάτω από το ράσο του κάποιο προσευχητάριο και το βραδάκι έφτασε στο σπίτι της έρημης και σπαραγμένης από το κλάμα μάνας. Ήξερε ο παπάς ότι τα πικρότερα δάκρυα είναι εκείνα της μάνας για το χαμένο παιδί της. Τους παρηγόρησε, άναψε λιβάνι και κερί, διάβασε τις προσευχές, έψαλε ότι νόμιζε πως θα το άκουγε και ο Θεός με επιείκεια και πριν φύγει τους είπε: Μην κλαίτε. Δεν ξέρουμε γιατί το κορίτσι έβαλε τέλος στη ζωή του. Να κλαίτε, γιατί δεν έζησε να χαρεί το όνειρό του. Αν τη ψυχή του κοριτσιού θα πάει στην Κόλαση ή στον Παράδεισο, αυτό μόνο ο Κύριος των αινιγμάτων της ζωής μας το γνωρίζει. Πάντως εγώ ως πατέρας, που ίσως αύριο και κάποιο δικό μου παιδί να κάμει κάτι παρόμοιο, σας λέω, τίποτε να μην αποκλείουμε όσο ζούμε: ο έρωτας ήταν θεός για τους αρχαίους προγόνους μας. Και ο έρωτας είναι πάντα για τους νέους, που τους κάνει να πλάθουν τα ομορφότερα όνειρα για τη ζωή τους. Το κορίτσι αυτό θυσίασε τον εαυτό του στο βωμό εκείνου του θεού. Αγάπησε και στάθηκε ασυμβίβαστο. Ο Θεός μας ας το συγχωρήσει, όσο κι αν η εκκλησία μας δεν μου επιτρέπει να το ψάλω αύριο στο ναό μας. Αλλά θα βρίσκομαι ανάμεσα στους λυπημένους.

Τους έσφιξε τα χέρια, τους φίλησε με συγκίνηση και τους καληνύχτισε. Και δεν φοβήθηκε ο ταπεινός παπα-Κώστας μήπως κάποιος περιπαθής δικηγόρος του Θεού τον κατηγορήσει ή τα πει ιεροκρυφίως στο Δεσπότη. Ο παπα-Κώστας ήξερε πως η αγάπη για τον συνάνθρωπο, όταν είναι αληθινή, εκδηλώνεται κυρίως στην ανάγκη και στον πόνο του άλλου, ακόμα κι αν είναι εχθρός μας.

Αλλά αφού απέφευγε να δέχεται από τους πιστούς τα φιλοδωρήματά τους, τότε πώς τα έβγαζε πέρα με τόση μεγάλη φαμελιά; Οι κάτοικοι της ενορίας του ζούσαν βασικά από την καλλιέργεια καπνού. Ο παπάς δεν κάπνιζε κι ούτε συμπαθούσε το κάπνισμα. Αλλά έπρεπε να συμπληρώσει το εισόδημά του, για να μη λιμοκτονήσει η οικογένειά του. Νοίκιασε λοιπόν λίγα και μικρά καπνοτόπια, και μάλιστα μέσα στο χωριό, για να τον βλέπουν όλοι και ως καλλιεργητή, και βάλθηκε να καλλιεργεί καπνό. Έτσι εξομοιωνόταν και με το σύνολο των κατοίκων και δεν έδειχνε πώς αποτελεί κάποια ελίτ. Βέβαια τον στενοχωρούσε και ένιωθε ένοχος, όταν σκεπτόταν ότι ο καπνός φέρνει στους καπνιστές και στους τριγύρω τους πολλές και θανατηφόρες αρρώστιες, όσο και με τη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων μολύνεται η φύση. Αλλά ήξερε ότι ως ποιμενάρχης έπρεπε να χαίρει μετά χαιρόντων και να κλαίει μετά κλαιόντων. Αυτό δεν το θεωρούσε απλώς ως καθήκον λόγω του λειτουργήματός του, αλλά ως στάση της ζωής του.

Ο παπα-Κώστας χειροτονήθηκε ιερέας το 1961 και τοποθετήθηκε ως λειτουργός στην ενορία Ελληνικά Μεσολογγίου, όπου παρέμεινε εφτά χρόνια. Στο ναό του Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου ιερούργησε από το 1975 μέχρι το 2006, τριάντα εφτά ολόκληρα χρόνια, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Κάθε φορά, που έφτανε στο προαύλιο του ναού κι πριν μπει στην εκκλησία, περνούσε από την προτομή του –Παπαστόλη Φαφούτη, ιδρυτή του ναού και προσευχόμενος ζητούσε την ευλογία του, για να του μοιάσει σε καλοσύνη και αγιότητα. Ο παπα-Κώστας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών. Η κηδεία του προκάλεσε πάνδημη συμμετοχή και το ιερατείο της πόλης, όσο και ο Αγρινιώτης Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμάς, έδωσαν μυσταγωγικό χαρακτήρα στην νεκρώσιμη τελετουργία και πλήθος συνόδεψε τη σορό του εκδημήσαντος μέχρι το κοιμητήριο στη γενέτειρά του τη Ματαράγκα. Κάτι παρόμοιο έγινε και στη τέλεση του 40θήμερου μνημόσυνου. Άφησε πίσω στη ζωή την ευσεβή παπαδιά του, τα έξι παιδιά του επαγγελματικά και οικογενειακά αποκαταστημένα, δέκα εγγόνια και ένα δισέγγονο.

Ο θάνατος είναι πικρός, άδικος και άσχημος, όταν αφαρπάζει ξαφνικά οργανισμούς, που δεν πρόφτασαν να ερωτευτούν και να δημιουργήσουν. Αλλά είναι γλυκός, δίκαιος, και ωραίος, όταν ο νεκρός προπέμπεται με δάκρυα πανδημικής ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας. Τότε πληρώνεται και ο λόγος της Γραφής: «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. Ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον, ποῦ σου ἅδη τὸ νῖκος»;

Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης