Ως έτος «Κωστή Παλαμά» ορίστηκε το 1959. Εφέτος
συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη χρονιά της γέννησής του. Και τούτο το
έτος είναι γεμάτο από εορταστικές εκδηλώσεις προς απότιση φόρου τιμής
και ευγνωμοσύνης στη μνήμη του Ποιητή. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι
ευκαιρία επιβεβλημένης προσέγγισης του μεγάλου κοινού, της «μάζας», στις
στιγμές του αθόλωτου εθνικού στοχασμού και της καθαρής τέχνης. Ο Παλαμάς
δεν είναι η μπαλσαμωμένη μούμια του ψιλού πνεύματος. Ο λόγος του είναι
γεμάτος από τη δύναμη του ανδρείου, του διαλεχτού. Η φωνή του βροντερή
συνταράζει τα πέρατα της ρωμιοσύνης. Την ακούει ως κι ο Διγενής και
απολογιέται με βρυγμούς από τον τάφο του στα μαρμαρένια αλώνια. Κι όσο
κι αν Χάρος την αντίκοψε, την αντιβόησαν τα κορφοβούνια, που είν’ «η
πηγή κάθε φυλής καθάριας». Την πήραν οι βιγλάτορες της χώρας, τη
σκόρπισαν στους κάμπους, να την ακούει «το έρμο κοπάδι» τ’ ανθρώπινο, το
αδιάψευστο, όμως «το πάντοτε ευκολοπίστευτο και πάντα προδομένο», η
γυφτουριά, που αλαλάζει ξέφερνη στο «πανηγύρι της Κακάβας».
Ο Παλαμάς δεν ανήκει στους λίγους και
μυγιάγγιχτους πνευματικούς αστέρες. Είναι ο Ποιητής της ψυχής της φυλής
του, του τόπου του και του καιρού του. Τα μηνύματα της Ποίησης του
Παλαμά έρχονται από τις ρίζες της φυλής, χτυπούν στο προφητικό λεβέτι
του καιρού του και χάνονται στ’ αξεδιάλυτα μελλούμενα. Συντονίζονται
πρωτύτερα στο ρυθμό της Ιστορίας. Και είναι αυτά τα μηνύματα περισσότερο
αναστάσιμα παρά συναισθηματικά συνθήματα. Αυτά τα μηνύματα θα τα
τραγουδήσει στα παθητικά κρυφομιλήματα της φυλής του, βρίσκοντας μάγος
αυτός «λίγη χλόη» για «το έρμο κοπάδι». Ω, πόσο δικός σου, λαέ, είναι ο
Παλαμάς!
Και ο σκοπός του «Έτους Παλαμά» αυτός είναι: ο
καθένας μας να κλείσει τον Ποιητή στα τρίσβαθα της ψυχής του με σεβασμό,
με αγάπη, με θαυμασμό, με πίστη. Να αναπτερωθεί η πίστη μας στις
ακατάλυτες εθνικές αξίες. Καινούργιες να τις πλάσουμε ξανά τις φωτιές
του καιρού μας, να τις κάνουμε δικές μας ως φωτεινές αξίες του
νεοελληνικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού, που να μη ντρέπεται στο
αναμέτρημά του με τις αξίες των πολιτισμένων ξένων. Να μη ζηλεύει τίποτ’
απ’ αυτούς. Να αποκτήσουμε αυτοθέλητη εθνική συνείδηση. Αυτό ζητάει ο
Ποιητής από μάς. Κι αυτό είναι ο παλμός και η λαχτάρα όλων των
συγκαιρινών του, όλων των Ρωμιών.
Βρισκόμαστε στη μέση της ετήσιας γιορτής για τον
Παλαμά Εορταστές σ’ αυτή είναι όλοι οι πνευματικοί εργάτες. Πιστοί
προσκυνητές είναι όλος ο λαός. Και είναι ασύγκριτα πιότερος και πιότερα
διψασμένος. Και η γιορτή βέβαια θα κάμει τον κύκλο της. Και άλλοι πολλοί
λόγοι θ’ ακουστούν και ύμνοι ευχαριστήριοι θα ψαλθούν ακόμα στη μνήμη
των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Παλαμά. Τόσες φανταχτερές
χειρονομίες παρακολουθήσαμε μέχρι τώρα και τόση συγκίνηση σήκωσε τις
τρίχες του κορμιού μας και τόσος θαυμασμού λιβανωτός ευωδίασε τις
καρδιές μας τη μνήμη του τιμώμενου βάρδου.
Ο νεοσύστατος στην πόλη του Αγρινίου
«Φιλολογικός και Λογοτεχνικός Όμιλος ‘Κώστας Χατζόπουλος’» θα δώσει στη
συνέχεια το φιλέορτο παρών του και ίσως θα πρέπει έντονα και σοβαρά,
προκαλώντας κραδασμούς αφύπνισης στο κοινό, να διώξει από την πόλη μας
το μούχρωμα της καλλιτεχνικής ζωής. Και εδώ θα πρέπει να γίνει η προβολή
του Παλαμά ως μεγάλου νομοθέτη της εθνικής μας ζωής. Αυτή θα είναι μια
από τις υψηλότερες προσφορές στο έθνος. Σ’ αυτή την επιδίωξη
ευθυγραμμίστηκαν - ευτυχώς - όλοι οι στοχαστές της γενιάς μας. Η βαριά
σκιά του Παλαμά γιγαντωμένη δεν στέκεται στη μάνητα των καιρών
απομόναχη. Πλάι της συμπαραστέκονται ωσάν γενναίοι πολεμιστές ο Γιάννης
Ψυχάρης, ο Γιάννης Γρυπάρης, ο Γιάννης Επαχτίτης κι ο Λάμπρος Πορφύρας,
ο Αργύρης Εφταλιώτης κι ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και
οι αδελφοί Κώστας και Σπήλιος Πασαγιάννης, ο Γιάννης Καμπύσης κι ο
Παύλος Νιρβάνας, ο Αντρέας Καρκαβίτσας και ο Αδαμάντιος Παπαδιαμάντης
και τόσοι άλλοι. Όλοι τους, ορκισμένα παλικάρια, ψάλλουν στη σκιά του
Παλαμά τον νικητήριο παιάνα πρώτα της γλώσσας του λαού και ύστερα της
ορθοφροσύνης της Ιστορίας.
* * *
Μα τι κι αν η νίκη όλων τους δεν άστραψε
φανταχτερά; Ήταν βέβαιο πως δεν θ’ αργούσε να ‘ρθει. Γιατί, «αν η νίκη
δεν στεφανώνει κάθε αγώνα, η αντίσταση κι ο πόλεμος εναντίον σε αμαρτωλό
καθεστώς είναι καθήκον». Μ’ αυτά τα λόγια έκλεινε τη ζωή της ύστερα από
ένα χρόνο δράσης η «Τέχνη» του Κώστα Χατζόπουλου τον Οκτώβριο του 1899,
αφού εκπλήρωσε την υπόσχεσή της: Να δώσει στους συνδρομητές δώδεκα
τεύχη. Δεν σταμάτησε, έκλεισε, γιατί είχε τελειώσει τον προορισμό της,
που ήταν: Να δώσει το σύνθημα για τον πόλεμο, που θα κατέστρεφε την
παλιά και θα έπλαθε «μια καινούργια γέννα».
Και αλήθεια είναι, η «Τέχνη» άναψε μια μεγάλη
πυρκαγιά. Άναψε «φωτιές κοσμοπλάστρες», αλλά που ξεπετάχτηκαν όλες τους
από τον προμαχώνα της «Τέχνης».
Η «Τέχνη» λοιπόν ήταν ιδιοκτησία και δημιούργημα
του Κώστα Χατζόπουλου. Αυτός ο ακάματος πατριώτης έσυρε πρώτος το χορό
στο πανηγύρι της εθνικής παλιγγενεσίας. Σεμνός μαθητής του Σολωμού έβαλε
προμετωπίδα στο περιοδικό του «Τέχνη» το αξίωμα «Διαλόγου»: «Το έθνος
πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές», κι έδινε το σύνθημα
του αγώνα με τούτα τα λόγια: «… αφού τίναξε το ξενικό βάρος και την ξερή
μίμηση που την έπνιγαν και ξυπνημένη πλέον η Ρωμέϊκη ψυχή πασχίζει σε
κάθε είδος της να βάλει τη σφραγίδα της και την αληθινή της γλώσσα να
πλάσει σύμφωνα με τη φύση της ιδέας της, ένα κέντρο για τα έργα, κι ένα
όργανο για την ιδέα της έλειψε». Αυτή την έλλειψη σήμερα ν’ αναπληρώσει
οπωσδήποτε η «ΤΕΧΝΗ». Όμως - έχει το θάρρος να το πει - δεν θα κοιτάξει
να δώσει στο έθνος ό,τι τυχόν του αρέσει, μα εκείνο, που πρέπει να του
αρέσει, γιατί αυτό βγαίνει απ’ την ψυχή του.
Έτσι το είπε απλά και αποφασιστικά. Πόλεμος
εναντίον των παραδόσεων του λογιοτατισμού, ανταρσία για τη γλώσσα.
Ο Κώστας Χατζόπουλος σ’ αυτόν τον πόλεμο θα
σταθεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Η καρδιά και ο νους του θα είναι ο
Κωστής Παλαμάς. Δεν είναι απλώς φίλοι και συμπατριώτες, είναι και
ενθουσιώδεις συμπολεμιστές. «Λυρικός με τα σύννεφα και ιστοριστής με τα
πράγματα, βρίσκεται πάντα στην πατρίδα του ο Χατζόπουλος». Έτσι θα πει ο
Παλαμάς. Κι ο Χατζόπουλος θα γράψει για τον Παλαμά: «Φίλος πρεσβύτερος,
δάσκαλος, παρνασσιστής, φιλόσοφος». Και οι δύο τους εμπνέονται από την
ίδια ιδέα, αλλά τα πρωτεία θα τα πάρει ο Παλαμάς από το μεγάλο διδάχο
της νέας γλώσσας, τον Γιάννη Ψυχάρη, που τον χαρακτήρισε ως το
«πρωτοπαλίκαρο του αγώνα της ‘Τέχνης’». Κι ήταν τέτοιος, αλήθεια.
Βλέποντας σκόρπια σαν ξωκλήσια τα επιτεύγματα
του Παλαμά στα φύλλα της «Τέχνης» νιώθεις πως χτίστηκαν για να μπουν σ’
αυτά ιερουργοί και λειτουργικά βιβλία μιας θρησκείας, της Παλαμικής. Σ’
αυτά θ’ αστράψει το φως κι η τέχνη θα νομοθετήσει για μια νέα πολιτεία.
Και θα λειτουργηθεί σ’ αυτά πρώτο το κοινό του Ποιητή κι όχι κάθε κοινό,
αλλά οι διαλεχτοί της τέχνης μύστες. Κι αυτοί ζωντανεμένοι από τα ζώπυρα
της ιδέας, εμψυχωμένοι από το θερμουργό ευαγγελικό κήρυγμα της νέας
θρησκείας θα ορμήσουν στα ρουμάνια του λεβεντογεννημένου ρουμελιώτικου
Λόγου με τα σπαθιά τους ακονισμένα στον τροχό της σοβαρής κριτικής της
γλώσσας και τη ιδέας της, όχι ως ιεραπόστολοι θεοφοβούμενοι και
μπαλσαμωμένοι, αλλά ως αντάρτες καταλυτές και χτίστες αναμορφωτές. Τα
σπαθιά τους θα καταργούν αλύπητα λογιοτατίστικα κορμιά και με
ασυγκράτητο μένος αυτοί θα βροντοφωνάζουν: «Δεν έχομε τίποτα να
γκρεμίσουμε, γιατί δεν ήβραμε τίποτα χτισμένο στη χέρσα γη…» Και με
δύσκολα συγκρατημένη την ανάσα τους θα περισυνάζονται στο ταμπούρι του
Παλαμά ως ετοιμοπόλεμα λιοντάρια, για ν’ ακούσουν τη φωνή του αρχηγού
τους: «Ας υψώσουμε εδώ κι εκεί ξωκκλήσια μ’ ό,τι έχουμε, ταπεινούς
ναούς, για το προσκύνημα της Ομορφιάς…». Και σ’ αυτούς τους ναούς
δέχτηκαν ο Χατζόπουλος και ο Παλαμάς πρόσχαρα κάθε μαχητικό πιστό. Τότε
όμως τέτοιοι δεν ήταν πολλοί. Ωστόσο μπήκαν σ’ αυτούς τους ναούς μερικοί
ως αγκωνάρια καλοπελεκημένα.
Και σ’ αυτόν τον αγώνα δεν έλειψε η προσφορά της
Επτανήσου. Παρών ο Γιώργος Καλοσγούρος και ο Ιούλιος Τυπάλδος στο
προσκλητήριο των νεκρών. Κι αυτό ήταν φυσικό, γιατί τα μηνύματα, που
ευαγγελιζόταν τώρα η «Τέχνη», είχαν πολύ πρωτύτερα ακουστεί να βγαίνουν
από τα επτανησιώτικα σήμαντρα. Εδώ τώρα έπαιρναν τη δικαίωσή τους.
Το πνεύμα του έθνους με τους άξιους εκπροσώπους
του όδευε ακομμάτιστα χτίζοντας εδώ βωμό κι εκεί πολεμίστρες. Τέτοια
ήταν η «Τέχνη» του Χατζόπουλου και του Παλαμά.
Ύστερα από αλλεπάλληλες κρίσεις του εθνικού μας
πολιτισμού βλέπομε σήμερα πως ένα μεγάλο μέρος από τις επιδιώξεις της
«Τέχνης» πραγματοποιήθηκε. Η γλώσσα μας δεν είναι το νόθο παιδί κάποιας
μάνας. Σήμερα δεν ντρέπονται οι λόγιοί μας να μιλούν και να γράφουν τη
μητρική τους γλώσσα. Όμως η ιδέα της «Τέχνης» δεν βρήκε ακόμα την πλήρη
ικανοποίησή της. Ο Παλαμάς, που την επιδίωξε τόσο εναγώνια, βρίσκεται
από το 1943 στην ανάπαυση του δικαίου. Αλλά ο σπόρος, που έριξε εκείνος,
δεν έμεινε σε χέρσα γη. Πρέπει να βλαστήσει ακόμα κα να δώσει αγλαούς
καρπούς στο πονεμένο έθνος. Το γόνιμο έδαφος με μια επανάσταση – όπως
νόμισαν τόσοι και τόσοι – αλλά θα το δώσει η αλλαγή
του νου του λαού μας. Κι αυτή την αλλαγή θα την φέρει η παιδεία, που θα
είναι το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης. Η έγνοια του Παλαμά γι’ αυτό το
ζωτικότατο θέμα εκφράζεται με τους στίχους του:
«Πολεμάς να στυλώσεις, κυβερνήτη,
Με τα καράβια και με τα φουσάτα
Της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.
Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ’ άλλη στράτα,
Το νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε,
Και πρώτ’ απ’ όλα αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι».
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης
Δημοσιεύτηκε την 16-8- 1959 και σε επόμενα δύο φύλλα στην εφημερίδα
του Αγρινίου «Νέα Εποχή» και αναδημοσιεύτηκε το 2021 στο περιοδικό «3η
Χιλιετία»