Τόν Ιούνιο τού 1821, αφού πήραν τό Βραχώρι, έρριξαν
οι Έλληνες τά μπουλούκια τους απάνω στό Ζαπάντι νά τό πάρουν κι αυτό.
Εύκολο τό νόμισαν μά δύσκολο τούς ήρθε. Οι Τουρκαρβανίτες τού Ζαπαντίου
είχαν δυναμώση καλά τά δυό τζαμιά καί τούς τέσσερους πύργους. Εσκάψανε
ολόγυρα τάφρο και ταμπουρώθηκαν γερά. Παλληκαρίσια πολέμησαν όταν έκαναν
οι ρωμηοί τό γιουρούσι και πολλή ζημιά τούς έκαναν. Τού κάκου χτίσανε
[οι Έλληνες] απόξω ψηλό πύργο νά τούς χτυπούν μέ τό κανόνι καλύτερα. Τού
κάκου λαγούμι σκάψανε κι' αναποδογύρισαν , όταν τ' άναψαν, τά τούρκικα
ταμπούρια. Νά τά πατήσουν δέν μπόρεσαν. Σά σκυλλιά πολεμούσαν Τούρκοι
κι’ Αρβανίτες. Μέ τά γιαταγάνια στά χέρια χύμηξαν όξω απ’ τά ταμπούρια
τους καί πήραν τούς Ρωμηούς στό κυνήγι. Σκόρπισαν. Ήταν ακόμα στήν αρχή
καί δέν είχαν πάρει καλά τόν αέρα τού πολέμου. Θάμα ήταν πώς γλύτωσε τή
μέρα εκείνη ο καπετάνιος τού Βλοχού, ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος. Λίγα
παλληκάρια είχαν απομείνη μαζί του, οι άλλοι έφυγαν. Χύμηξαν οι Τούρκοι
καταπάνω του. Δέ θέλησε ν’ αφήσει τή θέσι του καί τό κανόνι του. Μά πώς
νά τά διαφεντέψη; Στά χέρια θα τόν αναρπάξουν οι σκυλλιασμένοι
Αρβανίτες. Νάτοι, πλάκωσαν! Σκότωσαν τό καλύτερο παλληκάρι του κ’ έπεσαν
νά τού πάρουν τό κεφάλι καί τ’άρματα.... Κι’ αυτός εκεί μέ τά χρυσά
κεντίδια στα σκουτιά; Τό σκύλο! Ο ίδιος είνε ο Γιουσούφης, ο
Σουλεφκάραγας, ο αρχηγός τών Τούρκων τού Ζαπαντιού! Ακούς εκεί μοναχός
του νά ξετρέχη νά κόψη τό κεφάλι τού σκοτωμένου παλληκαριού. Τόν είδε ο
Βλαχόπουλος καί δέν έχασε καιρό. Γονάτισε στο μετερίζι καί σημάδεψε
καλά. Πάρτον κάτω τόν Σουλεφκάραγα! Αμάν! Τσάκισαν οι Τούρκοι μέ τό χαμό
του, άρπαξαν τό πτώμα του καί τρύπωσαν στό Ζαπάντι.
Όταν βράδυασε καί τά παλληκάρια σταυροποδιάσθηκαν
καταγής νά ξεκουρασθούν απ’ τού ολοήμερου πολέμου τόν άγριο κάματο, είπε
κάποιος:
- Ακούτε τά χαρέμια τού Σουλεφκάραγα πώς σκούζουν!
Πραγματικά, θρήνοι καί κοπετοί ακουγόντουσαν μέσ’
απ’ τό Ζαπάντι.
-Ποιος τούς είπε νά μή φύγουν κι’ αυτοί σάν τούς
Βραχωρίτες [Τουρκαλβανούς]; είπε ο ίδιος. Εμείς τούς τό παραγγείλαμε!..
- Παραξενεύουμε, ορέ παιδιά, είπε ο Βλαχόπουλος, με
τή λύσσα αυτουνών τών Τουρκαλάδων τού Ζαπαντιού... Γιατί τάχα νά
πολεμούν μέ τόσο γινάτι αφού ξέρουν πως όλο τό Κάρλελι πατήθηκε;
-Καρτερούν ώραν τήν ώρα τούς πασάδες απ’ τήν
Αρτα... είπε κάποιος.
-Δέν είν’ αυτό, καπετάνιο! είπε αργά καί πειστικά
ένας ασπρομάλλης γέρω-Κλέφτης. Ξέρεις γιατί δέν ξεριζώνονται εύκολα οι
Ζαπαντιώτες [Τουρκαλβανοί];
-Γιατί, ορέ γέροντα;
-Γιατί είναι τά χωράφια τους καλά κι' ο τόπος
πλούσιος! Νά ιδήτε καί που δέ θά βρούν εύκολα άλλον αφέντη τούτα τά
χωράφια....
Τήν άλλη μέρα οι Ζαπαντιώτες Τούρκοι συνθηκολόγησαν
κι’ έφυγαν. Ο σκοτωμός τού Σουλεφκάραγα τούς είχε παραλύσει, Μά ο λόγος
τού γέρω-Κλέφτη βγήκε αληθινός.
Καβγάς μεγάλος έχει ανάψη σ’ όλο τό Κάρλελι γιά τό
Ζαπάντι. Γιά τό ποιος θά πάρη τά χωράφια του τά καλά. Οι Σουλιώτες τά
ζητούν. Οι ντόπιοι τά θέλουν. Βρισκώμαστε τώρα, δύο χρόνια ύστερα, στόν
Ιούνιο τού 1823. Ο Μουσταής Σκόντρα-πασσάς κατεβαίνει με τά λεφούσχα του
απ' τ' Άγραφα. Ο Βρυώνης κατεβαίνει μέ τά δικά του απ’ τό Μακρυνόρος. Κ’
οι Ρωμηοί μαλώνουν συναμεταξύ τους καί τρώγονται ποιος θά πάρη τό
Ζαπάντι. Η Κυβέρνηση τό παραχώρησε στούς Σουλιώτες. Μά οι ντόπιοι το
καταπάτησαν καί δέν τ’ αφήνουν.
Ο Βρυκόλακας τού Σουλεφκάραγα βγαίνει τίς νύχτες
καί σεργιανίζει στά αιματοπότιστα χωράφια τού Ζαπαντιού, γελώντας
σαρδωνικά καί περιμένοντας τούς πασσάδες :
-Δέν είναι ούτε δικά σας, Σουλιώτες, ούτε δικά σας,
Βλοχιώτες! Είναι τών πασσάδων πώρχωνται! Εγώ θά τούς τά παραδώσω πάλι!..
Εσείς φαγωθήτε!. Φαγωθήτε! Χά-χά-χά!..
Καί τό φοβερό γέλιο τού βρυκολακιασμένου αγά
απλώνεται τίς νύχτες απάνω απ’ τό διχον[ο]ιασμένο Κάρλελι. Δεν τό
ακούτε;
Σάν ήρθε ο Μεταξάς ο έπαρχος κ' έγινε μιά σύναξι
μεγάλη στά Κερασοβίτικα Καλύβια τό φάντασμα τού Αγά τώειδαν - βοήθησε ο
θεός - πολλά μάτια. Πολλές γνωστικές κουβέντες ειπωθήκανε. Κι' από τούς
πρώτους μίλησε ο ασπρομάλλης γέρω-Κλεφτης:
-Τώξερα, παιδιά μου, θα φαγωθούμε γι’ αυτόν τόν
παληότοπο. Καί τώειπα. Αλήθεια καπετάνιο: Είνε καλά χωράφια, τά
καλύτερα, πανάθεμάτα! Όμως μού φαίνεται πως στοίχειωσε ο Σουλεφκάραγας
καί τά φυλάει γερά γιά τήν Τουρκιά. Εμείς βγάνουμε τα μάτια μας ποιος νά
τά πρωτοπάρη κ’ οι πασσάδες πλάκωσαν αποπάνω! Ας τά πάρουν λοιπόν πάλε
οι πασσάδες νά μονοιάσουμε κ’ εμείς.
-Όχι! φώναξε ο Μάρκος. Θα πάμε πρώτα νά πολεμήσουμε
τούς πασσάδες όλοι μαζί καί στό γύρισμα το μοιράζουμε τό Ζαπάντι!
Ξεκίνησαν μονοιασμένοι. Άλλοι γιά τό Βάλτο με τό[ν]
Μακρή καί με τόν Τσόγκα. Αλλοι μέ τό[ν] Μάρκο καί μέ τόν Κίτσο γιά τό
Καρπενήσι. Μά ο Μάρκος δέν ξαναγύρισε νά πάρη τό μερδικό του απ’ τό
Ζαπάντι. Αμοίραστη πήρε όλη τή δόξα τού ηρωϊκού παλληκαριού στού
Καρπενησιού τό Κεφαλόβρυσο...
Καί τού Σουλεφκάραγα ο βρυκόλακας τού κακού
περιμένει έναν αιώνα τώρα νά ξανάρθουν οι πασσάδες νά τούς παραδώση τά
πλούσια χωράφια τού Ζαπαντιού!.. Τάχα τόν βλέπουν καμμιά φορά, τή νύχτα,
τού Ζαπαντιού οι καπνοφύτες νά δρασκελάει τά χωράφια τους; Καί τάχα μέσ'
τούς καπνοφύτες αυτούς νάνε κανένας απόγονος τού γέρω- Κλέφτη τού
ασπρομάλλη, που μιλούσε σά νά προφήτευε τήν τωρινή φήμη τών καπνών τους;
Ποιος ξέρει!.
Γ. ΑΘΑΝΑΣ [13-04-1930]
-----------------------------------
* Το παρόν
κείμενο δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθμ. 152 φύλλο τής Κυριακής 13 Απριλίου
1930, σ. 3, της εβδομαδιαίας εφημερίδας ΤΟ “ΦΩΣ” ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ, του
Μιλτιάδη Τζάνη, απ όπου και μεταφέρεται (με την ορθογραφία και τους
ιδιωματισμούς του)