|
Ο «Πατριάρχης» του Επαρχιακού Τύπου:
Πάνος Ι. Βλασσόπουλος
Του τ. υπουργού Γιώργου Δ. Παπαδημητρίου

«Η αρετή έχει πολλούς δασκάλους, αλλά λίγους
αγωνιστές». ΠΛΑΤΩΝ
Κλείνουν είκοσι χρόνια απ’ την αποφράδα εκείνη μέρα του
Γενάρη 1971, που ο θάνατος με τα πένθιμα φτερά του άρπαξε την ολόλευκη ψυχή
του φωτεινού Δημοσιογράφου κι άδολου αγωνιστή της Δημοκρατίας, φίλου Πάνου
Ιω. Βλασσόπουλου. Αλλ’ αν έσβησε τ’ όνομά του απ’ το βιβλίο της ζωής, δεν
έσβησε απ’ τις καρδιές των φίλων, συναδέλφων του και Συμπατριωτών.
Η προσωπικότητα του Π. Βλασσόπουλου, δεν δύναται
ιστορηθεί
σ’
ένα
άρθρο
που
γράφεται
υπό
τα
αισθήματα κατάθλιψης για την απουσία του. Με τις λίγες αυτές
γραμμές που χαράσσω, επιθυμώ απλώς να ράνω μ’ ευλάβεια την ιερή σπονδή της
μνήμης του μ’ ένα ζεστό κι άδολο της ψυχής μου δάκρυ. Και κοντά σε μένα,
πιστεύω, κι όλοι εκείνοι που δέχονται την αιώνια ζωντανή καθοδήγησή του.
Είκοσι χρόνια έχουν περάσει, από τότε που ο Π.
Βλασσόπουλος αναπαύεται στο λιμάνι - νεκροταφείο απ’ όπου οι ψυχές ήρεμες
επιβιβάζονται για το μεγάλο χωρίς επιστροφή ταξίδι τους, στους φωτεινούς
κόσμους της αιωνιότητας. Εκεί όπου η πρόσκαιρη πραγματικότητα της γήινης
ύπαρξης δεν χάνεται. Γιατί, ο θάνατος δεν αφαιρεί την προσωπικότητα.
Αντίθετα, την προβάλλει στο περασμένο παρελθόν και την τοποθετεί στο δίχως
τέλος άπειρο.
Ο υψιπέτης και πιστός της ζωής υμνητής Πίνδαρος, έφθασε
κάποτε σε στιγμές πικρίας και συντριβής να θέσει το πικρόχολο ερώτημα: «Τί
είναι άνθρωπος και τί να μην είναι;». Κι απάντησε ο ίδιος μελαγχολικά:
«Σκιάς όναρ άνθρωπος». Τί άλλο μπορούμε να πούμε εμείς για τον Π.
Βλασσόπουλο, παρά να επαναλάβουμε με τον Πίνδαρο: «Σκιάς όναρ άνθρωπος».
Κι όμως ο Π. Βλασσόπουλος, ο άνθρωπος του αληθούς
λόγου, έζησε μια ζωή όχι ασήμαντη. Και με τα φυσικά κι επίκτητα προσόντα του
ανύψωσε και τίμησε, όσο ελάχιστοι, όπως η αθόρυβος κι εργατική μέλισσα, την
τετάρτη εξουσία, τη Δημοσιογραφία. Και κατέκτησε την ψυχή, την αγάπη και
την εκτίμηση της Κοινωνίας.
Ο Π. Βλασσόπουλος, γεννήθηκε στο Γαλαξείδι το 18-97.
Και σκαρφάλωσε στο κακοτράχαλο μονοπάτι της γνώσης, όχι και με μεγάλη άνεση.
Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, εισήλθε στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Μετά την
αποφοίτησή της υπηρέτησε στο Εμπορικό Ναυτικό. Εγκατελειψε όμως γρήγορα το
σκληρό αυτό επάγγελμα και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο κοντά στο γαμπρό
του Β. Κρίντα.
Ο χθεσινός θαλασσινός, που γνώρισε ολόκληρο τον κόσμο
κι είχε τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση, απηλλαγμένος από κάθε νοσηρά
ματαιοδοξία, έταξε ως προορισμό της ζωής του την εξυπηρέτηση του Λαού και
του ιδεώδους της Δημοκρατίας, μ όλη τη δύναμη της ψυχής του, του πνεύματος
και του σώματος. ΓΓ αυτό, το αποκορύφωμα των αρετών του υπήρξε η αφοσίωσή
του στο Δημοσιογραφικό επάγγελμα.
Το 1932 μαζί με τον γαμπρό του Β. Κρίντα, εκδίδουν στο
Αγρίνιο την Εβδομαδιαία Εφημερίδα «Τριχωνίς». Εφημερίδα αγωνιστική, που είχε
τάξει ως σκοπό του βίου της να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Έθνους, του Λαού
και της Δημοκρατίας. Η «Τριχωνίς», δεν ήταν όργανο εξόντωσης των Αντιπάλων,
αλλά διαφώτισης της Κοινής γνώμης και καθοδήγησης του Λαού. Κι οι δυό
εκλεκτοί Δημοσιογράφοι, με την αγωνιστικότητά τους, την αδαμάντινη
ακεραιότητά τους, τη συνέπεια, τη συνειδητότητα της προσφοράς, την προσωπική
αυτονομία και την Κοινωνική τους υπευθυνότητα, δημιούργησαν στο Αγρίνιο μια
δημοσιογραφική έπαλξη.
Ειδικά, ο Π. Βλασσόπουλος, ο θεματοφύλακας και
καταπιστευματοδόχος κληρονομιάς εντίμων Δημοσιογράφων, χάρις στο ασύγκριτο
προοδευτικό του πνεύμα, άνοιξε νέους ορίζοντες στον Επαρχιακό Τύπο. Και
δημιούργησε κατά τον ευτυχέστερο τρόπο τον τύπο του νέου Επαρχιακού
Δημοσιογράφου, που αντικρύζει τη δημόσια ζωή ως την σοβαρότατη υπεύθυνο
λειτουργία, Εθνικά οφέλη κι όχι μεθόδευση προσωπικής επικράτησης, κοινωνικά
άχρηστης η επιβλαβούς.
Ο Π. Βλασσόπουλος, ζούσε για τη Δημοσιογραφία; Ανέπνεε
Δημοσιογραφία. Κι οραματίζετο Δημοσιογραφία. Μόνο σ’ αυτή έβρισκε το οξυγόνο
που χρειάζετο. Μόνο απ’ αυτή αντλούσε τις εμπνεύσεις και μόνο αυτή η λέξη
σπιρούνιζε την ανεξάντλητη δραστηριότητά του και την αχαλίνωτη δημιουργική
φαντασία του σε γόνιμες υπηρεσίες προς την Κοινωνία. Η Δημοσιογραφία ήταν ο
μεγάλος κι ακοίμητος έρωτάς του. Τη θεωρούσε ως σύμβολο της ανθρώπινης
τελείωσης, ως την αχαλίνωτη δημιουργική φαντασία του σε γόνιμες υπηρεσίες
προς την Κοινωνία. Η Δημοσιογραφία ήταν ο μεγάλος κι ακοίμητος έρωτάς του.
Τη θεωρούσε ως σύμβολο της ανθρώπινης τελείωσης, ως την ιερή κιβωτό των
ανθρώπινων εξάρσεων.
Το 1934 η «Τριχωνίς» έκλεισε. Κι ο Π. Βλασσόπουλος το
1936 ίδρυσε την Εβδομαδιαία «Νέα Εποχή», με την οποία στάθηκε οδηγός, όπως ο
σοφός Μίνως κι εξαγνιστής του κακού παρελθόντος όπως ο Επιμενίδης. Οι
προγνώσεις του κι οι διαγνώσεις του κι οι διαισθήσεις του δημοσιογράφου Π.
Βλασσόπουλου ουδέποτε διαψεύσθηκαν. Και πέτυχε ώστε η «Νέα Εποχή» να
καθρεφτίζει στις σελίδες της πολύτιμο θησαυρό κειμένων και ειδήσεων και να
καταξιωθεί ως εφημερίδα αδιαφιλονίκητης ποιότητας. Όσοι αναζητούν την
αλήθεια της εποχής εκείνης ας μελετήσουν τα φύλλα της «Νέας Εποχής». Θα
βρούν φως μεγίστης έντασης, αληθινής αποκάλυψης, όπου φεγγοβολεί ως αίγλη
ουράνιων αδαμάντων, ως φως διδαχής, δημιουργίας και μεταρσίωσης-
Ο Π. Βλασσόπουλος, είχε το τάλαντο της μοναδικής
σαφήνειας, της λιτότητας, του ύφους, της συνείδησης υπεράσπισης των ιδεών,
της γλαφυρότητας και της κομψότητας των φράσεων, καθώς και τους
σπινθηρισμούς του νου του. Γι’ αυτόν, μοναδική πυξίδα της πορείας του ήταν η
εξυπηρέτηση του Λαού. Αγωνίστηκε ιδιαίτερα για την Αγροτική τάξη και βοήθησε
τη νεότητα, τη μοναδική Ελληνική άνοιξη, καθώς έλεγε, για να μπορέσει ν’
ανοίξει τα πέταλα της στη ζωή και στο φως. Τούτα επαλήθευσε θριαμβευτικά η
ζωή του, που επικύρωσε δοξαστικά ο θάνατος και την επισφράγισε η αθανασία.
Ο Π. Βλασσόπουλος, πάντοτε κοίταζε ίσια πέρα και ήταν
απηλλαγμένος από μικρότητες. Αγνοούσε και την εμπάθεια και το δόλο. Ουδέποτε
επέτρεψε στην επίθεσή του να προσβάλει κανέναν μ’ ευτελή και ποταπό τρόπο.
Υπήρξε πάντοτε υψηλόφρων και τίμιος. Οι αντίπαλοί του ήταν ήσυχοι, ότι είχαν
απέναντι τους ένα θετικό ιδεολόγο. Η δημοσιογραφική του πένα, μόνο στους
ανοιχτά δημαγωγούς που μ’ απατηλά μέσα προσπαθούσαν να κερδίσουν την
εμπιστοσύνη του Λαού πολεμούσε. Τους δημαγωγούς, τους οποίους ο Πλούταρχος
χαρακτηρίζει : «ως φαινομενικά γλυκείς, αλλά αηδέστατους και βλαβερότατους
και δούλους του όχλου και της φιλαρχίας τους, που επιδιώκουν να επιβούν της
εξουσίας ή αν την έχουν να την κρατήσουν».
Φαίνεται, ότι ο νουνεχής πατριώτης δεν ξεχνούσε το κακό
που έκαναν οι Δημαγωγοί στον τόπο με την καταψήφιση του Χαρ. Τρικούπη, του
φωτεινού εκείνου μετεώρου στο μέσο σκοτεινής νύχτας της εποχής του. Απ’ τα
βδελύγματα αυτών παρασύρθηκαν κι οι Συμπατριώτες και τον καταψήφισαν στις
εκλογές της 16ης Απριλίου 1985, για ν’ ακούσουμε το σχετλιαστικό κι
επιγραμματικό επιφώνημά του «Ανθ’ ημών ο Γουλιμής». Δυστυχώς εκείνο το
ανοσιούργημα πλήρωσε και πληρώνει ακριβά ο τόπος. Απ’ τις πικρίες που
ποτιζόταν ο Π. Βλασσόπουλος, διατηρούσε τη μνήμη, αλλ’ όχι και τη γεύση. Κι
ήταν πάντοτε αρχοντική η καλοσύνη και η απλότης του.
Ο έντιμος Δημοσιογράφος στεκόταν σαν δωρική κολώνα, σαν
καθαρός βράχος των Ρουμελιώτικων βουνών. Τα χειρόγραφά του ήταν προϊόν
μόχθου κι έτερπαν, χωρίς να επιδιώκουν τη στιγμιαία εντύπωση. Οι σελίδες της
«Νέας Εποχής» καλούσαν τον αναγνώστη να καθήσει άνετα για πνευματικό γεύμα,
για περισυλλογή. Χρόνια πνευματική προσφορά, χωρίς ποτέ να υπολογίσει σ’
αντάλλαγμα. Σαν αγνός διανοητής περιφρονούσε το χρήμα. Ευπρεπής λιτότης ήταν
ο κανόνας της ζωής του Π. Βλασσόπουλου, η ίδια εκείνη λιτότης που
χαρακτήριζε το γράψιμό του, η λιτότης της ψηλής πνευματικής του ποιότητας.
Διατηρούσε, όλη σχεδόν την αγνότητά του, εμποτισμένη με την πανάρχαια
πνευματική κληρονομιά του Έθνους.
Με τον Όμηρο και με τους Αρχαίους τραγικούς, με τα
Βυζαντινά κείμενα και με τη σύγχρονη Ελληνική λογοτεχνία
και επί πλέον εμπλουτισμένη με τα νάματα της Ευρωπαϊκής διανόησης. Η
εντιμότης του, το φυσικό του τάλαντο και η μεγάλη εγκυκλοπαιδική του
Παιδεία, δημιούργησαν ένα ευπατρίδη του τύπου, με την ευγενέστερη έννοια της
λέξης.
Η καρδιά του Π. Βλασσόπουλου, ήταν πάντοτε
πλημμυρισμένη απ’ ανθρωπισμό. Ήταν μια απέραντη καρδιά καλοσύνης κι
αλτρουϊσμό. Μεριμνούσε συνεχώς για τους άλλους και παραμελούσε τον εαυτό
του. Ο πόνος του πλησίον του τον συγκινούσε περισσότερο απ’ το δικό του.
Ποτέ δεν θέλησε να διεκδικήσει τιμές και δεν ζήτησε αναγνώριση του
πολύχρονου, πολύμορφου καθ’ όλα άξιου έργου του. Η απλότης και η άμετρος
αγαθότης της ψυχής του συμβάδιζαν αρμονικά το βίο του.
Η ιδιωτική ζωή του Π. Βλασσόπουλου, η ασκητική, θ’
αποτελεί ένα παράδειγμα για τους επιγενόμενους, για τον τρόπο με τον οποίο
οφείλει να ζεί ο δημόσιος άνδρας της Χώρα μας. Παντρεύτηκε τη Μαρία Ιω. Κανή
κι απέκτησαν το Γιάννη, Δικηγόρο, την Ευφροσύνη και το Βασίλη, υπάλληλο του
Εμπορικού Επιμελητηρίου. Στο πρόσωπο του έκδοτη και διευθυντή της «Νέας
Εποχής», υλοποιήθηκε η ρήση «η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει να λέει ότι
είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται».
Ο Π. Βλασσόπουλου, σ’ όλο το βίο του κυνηγούσε την
αρετή. Στάθηκε ακούραστος οδοιπόρος της. Λάτρευε την ελευθερία. Θεοποιούσε
τη Δημοκρατία. Κι όσο οι επιτυχίες του τον ανέβαζαν, τόσο βαθύτερα
κατέβαινον οι ρίζες του στο πάτριο χώμα. Κι οι ρίζες ου έμειναν ως το τέλος
γερές, ασάπιτες, καταδρόσιστες από γνήσιο Ελληνικό χυμό. Καμιά φλόγα
επιτυχίας δεν αλλοίωνε τον άνθρωπο. Απεναντίας έκαναν την ψυχή του τρυφερή
και την καρδιά του πιό ευαίσθητη...
Ο αμετάβλητος νοσταλγός, είχε συλλάβει το νόημα της
Ελλάδας κι είχε μετουσιώσει στην ψυχή του την ατμόσφαιρα των πεπρωμένων της,
που μέσα τους υπάρχει η Θεία φλόγα της επιβίωσης του Ελληνισμού. Ο
Ελληνισμός που διεκδικεί την αιωνιότητα. Ο Π. Βλασσόπουλος ήταν ένας
καθαρόαιμος Έλληνας, ένας κρατήρας Ελληνικού ηφαιστείου αδυσώπητος κι
απόλυτος.
...Κατά την πολυτάραχη περίοδο της 4ης Αύγουστου, που
παρατηρείται και κάμψης αιώνιων αξιών, δεν παρέμεινε αδιάφορος. Αλλά με ψηλό
το αίσθημα ευθύνης απέναντι στο Λαό και τη Δημοκρατία, μάχεται ως
πρωταθλητής των ευγενών και γενναίων ιδεών, υποστάς σκληρές δοκιμασίες απ’
το Τυραννικό καθεστώς. Όταν στην Ασφάλεια τον ρωτούσαν με ποιόν είναι, με
την «4η Αυγούστου ή με τους Παλαιοκομματικούς», απαντούσε με τα λόγια του Β.
Ουγκώ, όταν τον ρώτησε το 1848 ο Γάλλος Βουλευτής Λαγκράνζ: «Με τη λευτεριά
και τη Δημοκρατία».
Στον πόλεμο του 1940, που η Πίνδος έγινε το πάνσεπτο
ιερό της Ελλάδας ενώπιο του οποίου θα γονυπετεί η ανθρωπότης, έδωσε το
«παρών». Κατά τους εφιαλτικούς χρόνους της Κατοχής, αγωνίστηκε σκληρά και
πολλές φορές ένιωσε την ανάσα του θανάτου. Όταν οι Πατριώτες τον ρωτούσαν τί
πρέπει να κάνουν, τους υπενθύμιζε τη φράση που είχε γραφεί στο φέρετρο του
Βολταίρου, ότι: Ο άνθρωπος έχει την Εξουσία και το δικαίωμα να κολάζη τους
τυράννους του». Αλλά επέζησε για να διατηρήσει τη φλόγα αναμμένη και τη
μνήμη ολοζώντανη. Στις σκοτεινές ώρες του εμφύλιου πολέμου, διακήρυττε την
ανάγκη της ομαλότητας κι αγωνίστηκε για την εμπέδωση και το σεβασμό των
ελευθεριών και των δικαιωμάτων του Πολίτη.
Όταν φθάσαμε στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής έκφρασης,
την 21η Απριλίου, ύψωσε τη φωνή του σ’ ένα βάθρο πίστης προς την ιδεολογία
της Δημοκρατίας χωρίς να κλονιστεί. Και με καταπλήσσουσα παρρησία στηλίτευσε
τις παρανομίες και υπεράσπιζε τ’ απαράγραπτα δίκαια του λαού. Αλλά τα
γαμψώνυχα αρπακτικά της Χούντας, που προσπαθούσαν να κατασπαράξουν όποιον
είχε φτερά, τον εξανάγκασαν να σταματήσει την έκδοση της «Νέας Εποχής», που
ήταν μια κραυγή μέσα στο σκότος της Τυραννίας. Αλλ’ ο οραματιστής Π.
Βλασσόπουλος, ο οποίος καλλιεργούσε ιδέες και δεν υπηρετούσε πρόσωπα, δεν
μπόρεσε ν’ ανθέξει το φίμωτρο της Δικτατορίας και το βροχερό Γενάρη του 1971
υπέκυψε στο μοιραίο. Έφυγε η μαχόμενη ψυχή του για τα υπέργεια τοπία της
άλλης διάστασης που κλήθηκε να υπηρετήσει. Ήταν γραμμένο να μη ζήσει να
χαρεί το θρίαμβο της Δημοκρατίας, που με τόση πίστη υπηρετούσε.
Τον Π. Βλασσόπουλο οι θεοί τον ευλόγησαν. Κι έπειτα απ’
την πλήρη δικαίωση της ζωής του, του πρόσφεραν την αθανασία. Και κατέβηκε
στην άλλη ζωή, ο άνθρωπος που τίποτε το ανθρώπινο δεν του έλειπε, δίδοντας
την εντύπωση ότι κατέρχεται απ’ τον Όλυμπο. Ο Π. Βλασσόπουλος έζησε σαν
αληθινός χριστιανός κι έσβησε σαν άγγελος. Το δε φωτεινό φως της ψυχής του
φεγγοβολεί και σήμερα και μας φωτίζει.
Μ’ ακλόνητη πίστη ο στοχαστής και φλογερός μαχητής της
Δημοκρατίας, επί δεκαετίες ολόκληρες κράτησε στην Επαρχία ψηλά το λάβαρο της
έντιμης πληροφόρησης, που η γραφίδα του δονείτο από πατριωτικό παλμό,
δημοκρατικό τόνο και δημιουργική πνοή. Ο Π. Βλασσόπουλος που είχε για βίωμά
του τη δημοσιογραφία, έγινε σταθμός στην ιστορία του Επαρχιακού Τύπου, απ’
τη στιγμή που τον παρέλαβε στις σελίδες της και σμίλευσε με τη χρυσή σμίλη
της τ’ όνομά του. Δυστυχώς όμως, ούτε η Πολιτεία, αλλά ούτε και η Κοινωνία
στο σύνολό της έχουν αναγνωρίσει την ανεκτίμητη προσφορά του Επαρχιακού
Τύπου.
Ο Π. Βλασσόπουλος, επί σαράντα χρόνια δέσποζε στη
Δημοσιογραφία του Επαρχιακού Τύπου. Και η παρουσία ανέδιδε το άρωμα ήθους
και ευγένειας και χάραξε σ όλους
μας ένα ακαθόριστο συναίσθημα αγάπης.
Η παρουσία του αναζωογόνησε τον Τύπο της Επαρχίας με νέους άγνωστους χυμούς
και τον πλούτισε σε βάθος μ’ αρχές και στοχασμούς, ώστε η γοητεία του να
παραμένει ασύγκριτη.
Εμπνευσμένος απ’ την παράδοση της δημοσιογραφίας,
εξεπέδευσε αρκετούς Δημοσιογράφους, τους οποίους δίδαξε, ότι η Δημοσιογραφία
δεν είναι επάγγελμα βιοποριστικό, αλλά ύψιστο Κοινωνικό λειτούργημα. Και
τους συνιστούσε, ότι το αίσθημα των υποχρεώσεων στο Λαό, καλλιεργούν
βαθύτερα εκείνοι που υφίστανται θυσία γι’ αυτόν. Καθώς επίσης, τους
υπενθύμιζε και τα λόγια του Κλεόβουλου, ότι θα πρέπει στη ζωή του να
«φοβούνται περισσότερο την ηθική κατηγορία παρά τον νόμον». Και να μη
ξεχνούν τους τόνιζε, ότι πρέπει να στέκονται μακριά απ’ τον κατευθυνόμενο κι
εξωνημένο Τύπο, γιατί: «Οι Πιλάτοι στην ιστορία στιγματίζονται και δεν
δικαιώνονται».
Ο Π. Βλασσόπουλος, είχε καθιερωθεί και δικαιολογημένα
του είχε αναγνωριστεί απ’ όλους τους Συναδέλφους του, ο αναφαίρετος τίτλος
του «Πατριάρχη» της Επαρχιακής δημοσιογραφικής οικογένειας. Και θα πρέπει,
όχι μόνο οι σύγχρονοι Δημοσιογράφοι, αλλά και οι μέλλοντες να εισέλθουν στο
επίπονο κι επίμοχθο αυτό επάγγελμα, να τον έχουν ως υπόδειγμα προς μίμηση.
Ο δημοσιογράφος Π. Βλασσόπουλος, συμπυκνώθηκε σαν
σύμβολο της Δημοσιογραφίας. Καταγράφηκε στους αγώνες της Δημοκρατίας. Έμεινε
σαν κήρυκας της ειρήνης. Στάθηκε άριστος στον αγωνιστικό θάρρος, στη
συνέπεια των αρχών του. Γράφηκε ως κανόνας αρετής και ήθους. Ανυψώθηκε σαν
υπόδειγμα καλοσύνης κι αγάπης. Γι’ αυτό κι επιβάλλεται να υψωθεί πάνω απ’
την ανθρώπινη συναισθηματικότητα και να προφυλαχθεί από μια εγκόσμια
συμβατικότητα. Γιατί, ο θάνατός του δεν είναι απλό μοιραίο ανθρώπινο τέλος.
Είναι απεναντίας η ζωντανή συνέχεια της ανεξάντλητης διαδοχής και της
αστείρευτης έμπνευσης. Στον Π. Βλασσόπουλο ταιριάζουν τα λόγια του Γκαίτε:
«Ο αληθινά υπέροχος που δεν αφήνει να φαίνεται η υπεροχή του».
Η ιστορία είναι αδελφή της αθανασίας. Κι αυτή η αιώνια
φιλοξενία είναι το σημαντικότερο έπαθλο που μπορεί να προσφέρει σ’ ένα
έντιμο κι άξιο υπηρέτη της Κοινωνίας. Γι’ αυτό, όσο ο Λαός αναπνέει, η
Δημοκρατία μάχεται και η ιστορία θα βηματίζει αγκαλιάζοντας τους έντιμους
εργάτες της προόδου, το «εύγε» των εντίμως ζώντων θα συνοδεύει τον Π.
Βλασσόπουλο.
Στον «Κεραμεικό» του Αγρίνιου, όπου αναπαύεται ο φίλος
Πάνος Ιω. Βλασσόπουλος, άλλα χέρια μ’ ευλάβεια και συγκίνηση θα ράνουν τη
μνήμη του με νεόκοπα ρόδα και κρίνα θαυμασμού. Τα δικά μου χέρια προσφέρουν
τούτη τη λίγη ταπεινή μαραμένη χλόη από ζεστές δακρυσμένες γραμμές.
Ας είναι αιώνια η μνήμη του.
Αθήνα, 8-1-1992
Σημείωση: Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην Αγρινιώτικη εφημερίδα του Γ.
Αναστασόπουλου "Ελεύθερος" (φύλλα 822/3-3-1992 και 823/10-3-1992) |