Θέματα ανάπτυξης
Η δημογραφική εξέλιξη της επαρχίας Τριχωνίδος
(1835-1991)
Της ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΧΕΙΜΩΝΑ
Η επαρχία
Τριχωνίδας κείται σχεδόν στη μέση του νομού και εκτείνεται βόρεια της
επαρχίας Μεσολογγίου μεταξύ του Ευήνου και του Αχελώου ποταμού. Το
έδαφος της είναι πεδινό και μόνο προς τα βορειοανατολικά κείται το όρος
Παναιτωλικόν. Πήρε την ονομασία της από την
αρχαία πόλη Τριχώνιο, η οποία
βρισκόταν νότια της ομώνυμης λίμνης. Στο πλαίσιό της βρίσκονται τα βουνά
Παναιτωλικόν (υψ.1.823 μ.) και το όρος Κυνηγού (υψ. 1.628 μ.), τα οποία
χωρίζουν την επαρχία από το νομό Ευρυτανίας. Στο πλαίσιό της, επίσης,
ρέουν οι ποταμοί Ερημίτσας και Ζερβός. Η λίμνη της επαρχίας είναι η
Τριχωνίδα, η οποία κείται βόρεια του Αρακύνθου. Ολόκληρος ο χώρος της
Τριχωνίδας ήταν κατοικημένος τουλάχιστον από την Παλαιολιθική εποχή,
όπως μαρτυρούν τα εργαλεία από πυριτόλιθο που ανασκάπτονται κυρίως στις
παραλίμνιες και παραποτάμιες περιοχές. Η ιστορική πορεία της επαρχίας
μοιάζει συνεχής κατά τους μυκηναϊκούς, αρχαϊκούς, κλασικούς και
ελληνιστικούς χρόνους, κατά τη Ρωμαιοκρατία και τη Βυζαντινή περίοδο.
Στη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου όλος ο νομός της Αιτωλοακαρνανίας
εντασσόταν στην περιοχή που ονομαζόταν Κάρλελι, ονομασία που οφείλεται
στον Κάρολο Τόκο της Κεφαλονιάς. Η Αιτωλία αρχικά αποτελούσε ένα μεγάλο
καζά, αργότερα όμως διαιρέθηκε σε 3 καζάδες. Ένας εξ αυτών περιλάμβανε
μέρος της Τριχωνίδας: ήταν ο καζάς του Βλοχού (αργότερα:
Vlahori/Ivlahov
ή Ivlahor).
Στο πλαίσιο του Καρλελιού και του καζά του Βλοχού κατοικούσε
αξιοσημείωτος αριθμός Αλβανών και Σλάβων (μεταγενέστερα). Υποστηρίζεται
ότι τα πέριξ του Βραχωρίου χωριά εμφανίστηκαν μετά την ίδρυση του
Βραχωρίου. Τα σλαβικά ή με σλαβική κατάληξη τοπωνύμια (π.χ -οβα, -στα
κ.λ.π.) μαρτυρούν μια σλαβική διείσδυση κατά τους Μέσους χρόνους. Οι
έποικοι, νομάδες - κτηνοτρόφοι, ως επί το πλείστον, αφομοιώθηκαν από τον
ελληνικό πληθυσμό αλλά άφησαν ως μοναδικό κατάλοιπο τα τοπωνύμια.
Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έως σήμερα
έλαβαν χώρα 30 απογραφές πληθυσμού, εκ των οποίων 14 ήταν μάλλον απλές
πληθυσμιακές εκτιμήσεις (1828, 1836 έως 1845,1848,1853 και 1856), 12
ήταν απογραφές με την επιστημονική έννοια (1861 έως 1971), 3 έγιναν μετά
την προσάρτηση των νέων εδαφών, ενώ υπήρξε, επίσης, μια ειδική απογραφή,
η οποία περιελάμβανε τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και Θράκη.
Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία των επίσημων απογραφών εξάγεται το
συμπέρασμα ότι η πληθυσμιακή πορεία της επαρχίας Τριχωνίδας
χαρακτηρίζεται από μια σταθερή αυξητική τάση, η οποία άλλοτε εντάσσεται
στη γενικότερη διεύρυνση του πληθυσμιακού όγκου της χώρας, ενώ άλλοτε
σχετίζεται με τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις της εξωτερικής πολιτικής
(έλευση των Μικρασιατών προσφύγων). Εντός των ορίων της επαρχίας
παρατηρείται έντονη πληθυσμιακή κινητικότητα, η οποία οδηγεί στη
σταδιακή αποδυνάμωση των ορεινών οικισμών και την ταυτόχρονη ενίσχυση
του πεδινού χώρου. Οι αιτίες της προαναφερθείσας κινητικότητας
εντοπίζονται κυρίως στα ευρύτερα φαινόμενα της
αστυφιλίας και της
εξωτερικής μετανάστευσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους ρυθμιστικούς
παράγοντες των αυξομειώσεων του πληθυσμού της επαρχίας Τριχωνίδας
συνυπολογίζονται και κρατικές
παρεμβάσεις καθώς και η
επιδημία της χολέρας που έπληξε συγκεκριμένους οικισμούς στο δεύτερο
ήμισυ του 19ου αιώνα. Ειδικότερα, η έλευση στην Ελλάδα και συγκεκριμένα
στην επαρχία Τριχωνίδας προσφύγων προερχόμενων από την Ιωνία και τον
Πόντο διόγκωσε απότομα το συνολικό πληθυσμιακό κεφάλαιο της επαρχίας.
Στην απογραφή του 1928 παρατηρείται σχηματισμός πολυάριθμων νέων
οικισμών, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων αποτελεί ο συνοικισμός
του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο
συγκεκριμένος δε οικισμός έλαβε αυτή την ονομασία διότι αρχικώς
συγκροτήθηκε από τα πρόχειρα σπιτοκάλυβα των προσφύγων, τα οποία
χτίστηκαν γύρω από τον λόφο όπου βρίσκεται ο ναός του Αγίου
Κωνσταντίνου. Αποτελείται από τρία τμήματα: από τα Καλύβια, την Ερυθραία
(τον θεμέλιο λίθο της οποίας έθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος) και το κτήμα
Καπέλλα.
Η ιδιάζουσα περίπτωση του οικισμού Σιδήρων αποτελεί
χαρακτηριστικό παράδειγμα του χαρακτήρα των κρατικών παρεμβάσεων στην
πληθυσμιακή εξέλιξη ενός οικισμού. Ο οικισμός Σίδηρα εκκενώθηκε κατόπιν
κρατικής αποφάσεως. Το κράτος προκειμένου να προχωρήσει στην κατασκευή
του φράγματος Κρεμαστών, ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τον
συνοικισμό, παρέχοντας σε αυτούς γαίες. Ο πληθυσμός των Σιδήρων
μεταφέρθηκε στο γειτονικό συνοικισμό Χαραυγή, ενώ ολόκληρος ο οικισμός
Σίδηρα είναι σήμερα καλυμμένος από τα ύδατα της τεχνητής λίμνης
Καστρακίου. Εκτός από τις προβλεπόμενες και προκαθορισμένες κρατικές
παρεμβάσεις, η πορεία ορισμένων οικισμών επηρεάστηκε και από τον
αστάθμητο παράγοντα της επιδημίας της χολέρας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με
ιστορικές μαρτυρίες, η επιδημία της χολέρας αποδεκάτισε τους κατοίκους
του συνοικισμού Πυργί και
τους ανάγκασε σε φυγή προς τα
Σμολιανά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η
πτωτική τάση που χαρακτηρίζει την πληθυσμιακή πορεία του συνόλου των
ορεινών οικισμών από το 1961 και εξής. Η ασφάλεια, την οποία παρείχε ο
ορεινός χώρος κατά τα χρόνια της αντίστασης, έπαψε να αποτελεί
πληθυσμιακό πόλο έλξης. Τα δισεπίλυτα προβλήματα των
ορεινών οικισμών της επαρχίας
Τριχωνίδας και οι αναδυόμενες τάσεις του πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα
οδήγησαν στην σταδιακή αλλά σταθερή αποδυνάμωση της ορεινής Τριχωνίδας.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο οικισμός
Σπαρτιάς (υψόμετρο 880μ.) κατά τη δεκαετία του 1960 γνώρισε
πληθυσμιακή πτώση κατά 24%, η οποία σχεδόν διπλασιάστηκε σύμφωνα με την
απογραφή του 1981(44%). Πρόκειται για πτωτική τάση η οποία διατηρήθηκε
στο σταθερό και ιδιαίτερα υπολογίσιμο επίπεδο του 30% και την επόμενη
δεκαετία. Η πληθυσμιακή εξέλιξη του οικισμού Σπαρτιά αποτυπώνει με
σαφήνεια τις τάσεις του πληθυσμού της επαρχίας για εγκατάλειψη του
ορεινού χώρου, οριοθετώντας την κορύφωσή της μεταξύ των δεκαετιών του
1960 και του 1970 και πιστοποιώντας, παράλληλα, το συνεχή έως τις μέρες
μας χαρακτήρα της. Άξια ειδικής αναφοράς θεωρούνται και τα κατωτέρω
ακραία παραδείγματα: σύμφωνα με την απογραφή του 1961 ο πληθυσμός του
συνοικισμού Σκατιλίνα
μειώθηκε κατά 61% και της
Κοκκινόβρυσης κατά 83%.
Η μείωση του ορεινού και ημιορεινού πληθυσμού της
επαρχίας οδήγησε σε ανάλογη
ενίσχυση του πεδινού πληθυσμιακού κεφαλαίου.
Πρόκειται για πληθυσμιακή ενίσχυση όλων ανεξαιρέτως
των πεδινών οικισμών, η οποία άγγιξε ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά κατά τη
δεκαετία του 1960 και εν συνεχεία διατήρησε σταθερό χαρακτήρα. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κοινότητες-δορυφόροι του Αγρίνιου, ο
πληθυσμός των οποίων ακολούθησε κατά την προαναφερθείσα περίοδο
κατακόρυφη ανοδική πορεία. Η πορεία αυτή ανεκόπη απότομα, όπως
αποκαλύπτει η απογραφή του 1971 και οδήγησε σε παγίωση του πληθυσμιακού
τους κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο οικισμός του
Παναιτωλίου γνώρισε το 1961
πληθυσμιακή αύξηση ύψους 35%, ενώ στη συνέχεια σημείωσε πληθυσμιακή
στασιμότητα. Πιθανολογείται ότι ο σταθερός δημογραφικός χαρακτήρας των
προαναφερθέντων οικισμών δεν αποκλείει μια συνεχιζόμενη εισροή ορεινών
πληθυσμών σε αυτές. Η σημαντική, όμως, πληθυσμιακή μετάγγιση προς το
αστικό κέντρο, εξαιτίας της άμεσης γειτνίασής τους, ισοστάθμισε το
εισρέον πληθυσμιακό κεφάλαιο και προσέδωσε σε αυτούς το φαινομενικό
χαρακτήρα πληθυσμιακής ακινησίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η
πληθυσμιακή πορεία του αστικού κέντρου της επαρχίας Τριχωνίδας, του
Αγρινίου. Κατά τη διάρκεια
της οθωμανικής κυριαρχίας το Αγρίνιο δέχτηκε επιθέσεις και ανά περιόδους
ερημώθηκε. Αλλά από τις αρχές του 1828, με την άφιξη του Κυβερνήτη,
επανήλθαν στο ερειπωμένο Βραχώρι οι κάτοικοί του κι επιδόθηκαν στην
περισυλλογή και την επανεγκατάσταση στις εστίες τους.
Τον ίδιο καιρό έρχονται και αρκετές Σουλιώτικες
οικογένειες διωγμένες από την Κορωνησία, το νησάκι του Αμβρακικού όπου
είχαν βρεθεί πρόσφυγες.
Οι Σουλιώτες θα διεκδικήσουν γαίες και θα ξεκινήσει
μια αντιπαράθεση με τους αυτόχθονες, η οποία θα διαρκέσει χρόνια, θα
φθείρει το δήμο και δε θα έχει σαφή κατάληξη. Με τη Μικρασιατική
καταστροφή αρχίζει για το Αγρίνιο η περίοδος κατά την οποία θα
αναδειχθεί σε μεγάλο καπνικό κέντρο και σε σημαντική επαρχιακή πόλη. Ο
πληθυσμός της πόλης εύλογα αυξάνεται. Από το 1836 (οπότε ο πληθυσμός
ήταν μόλις 1.850 κάτοικοι) ανήλθε στους 39.368 κατά την απογραφή του
1991. Η πόλη αποτέλεσε αναμφισβήτητα πόλο έλξης του ορεινού πληθυσμού
της επαρχίας Τριχωνίδας ή και πέραν αυτής. Η πληθυσμιακή του διόγκωση
εντάθηκε από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα. Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός
της πόλης αυξήθηκε ως εξής: το 1951 κατά 12,5%, το 1961 κατά 12,3%, το
1971 κατά 12,5%, το 1981 κατά 11 % και το 1991 κατά 1 1,4%. Βέβαια
αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι η παρακμή της καπνικής
βιομηχανίας ανέκοψε ως ένα βαθμό και θα συνεχίσει να κωλυσιεργεί την
οικονομική και πληθυσμιακή εξέλιξη της επαρχίας·
Ουσιαστικά, η παρακμή αυτή κατέστησε το Αγρίνιο
δημογραφικό διαμετακομιστικό κέντρο, καθώς αυτό αποτελεί κατ' αρχάς
σημαντικό πόλο έλξης του πληθυσμού της ορεινής Τριχωνίδας, τον οποίο
διοχετεύει εν συνεχεία στο κέντρο της χώρας·
Πηγή: Περιοδικό "ρίζα Αγρινιωτών, τεύχος 62, σελίδα 16

