Στο Βραχώρι (Αγρίνιο)
Κεί κάτω στο Βραχώρι, καρδιά μου και φυχή μου,
πρωτάνοιξα τα ματιά μου κι είδα το πλούσιο φώς του.
Πήρα ανάσα ζωτική κι άκουσα τη φωνή μου
Να λέει το λιανοτράγουδο που γίνηκε καημό του.
Γαλήνιες άφησα στιγμές, πρωτόγνωρα παιχνίδια...
Το σπίτι μου το πατρικό με της αυλής το κλίμα,
τα κρίνα, τις τριανταφυλλιές, του κήπου τα στολίδια
κι ένα μικρό, μα γόνιμο της φαμελιάς μου κτήμα...
Πέρασαν δύσκολοι καιροί, διαβαίνανε οι χρόνοι
κι είχα βαθιά τη σκέπη μου τη ζωντανή του όψη |
Ως ένοιωσα την πεθυμιά βαριά να με ζυγώνει κινάω για να ξαναδώ του Βραχωριού την κόψη
Τα νιόσκαφτα χωράφια του με τ' οργωμένο χώμα.
τα χρυσωμένα στάχυα του, τα λιοτρίβια, τις ελιές,
τις κοπέλες ν' αρμαθιάζουν καπνόφυλλα στο γιόμα
και στης Κλεισούρας τα στενά των οπλαρχηγών φωλιές.
Και να, που κάποιο μ' όνειρο παλιό ξαναγεννιέται
και τ' Ασπροπόταμου γρικώ την άφθαρτη γαλήνη.
«Πεδίον Μέγα Αιτωλών» θωρώ, που δεν ξεχνιέται
κι από τον τόπο μου αντλώ του οίστρου την ευθύνη!
Εύη Παπαδήμα-Θεοδωράκη