Γράφει ο
απαράμιλλος T.S.Eliot
(1888 – 1965) στο ποίημά του «Οι
Κούφιοι Άνθρωποι» που αν και δημοσιεύτηκε το
1925 (!), διατηρεί μέχρι και σήμερα ακέραια την
αξία που, με την εσωτερική διαύγεια, οξύνοια και
σοφία του, τού δίδει ο ίδιος ο Eliot :
«Είμαστε
οι Κούφιοι Άνθρωποι
Είμαστε
οι Βαλσαμωμένοι Άνθρωποι
Σκύβοντας μαζί
Κεφαλοκαύκι γεμισμένο άχυρο. Αλίμονο!
Οι
στεγνές φωνές μας, όταν
Ψιθυρίζουμε μαζί
Είναι
ήσυχες και ανόητες
Σαν
άνεμος σε ξερό χορτάρι» (…)
Και συνεχίζει την
ανάλυσή του για την θηριωδία που (συν)
διαμορφώνουν οι «Κούφιοι Άνθρωποι» ως εξής :
(…) «Αυτή είναι η
νεκρή χώρα,
Αυτή είναι του κάκτου η χώρα,
Εδώ τα πέτρινα είδωλα
Σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
Την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
Κάτω απ’ το σπίθισμα σβησμένου άστρου» (…)
Για να ολοκληρώσει
λίγο παρακάτω :
(…) «Αυτός είναι ο
τρόπος που ο Κόσμος τελειώνει,
Αυτός είναι ο τρόπος που ο Κόσμος τελειώνει,
Αυτός είναι ο τρόπος που ο Κόσμος τελειώνει,
Όχι μ’ ένα πάταγο, αλλά, μ’ ένα λυγμό»._
Αυτιστικά δρώντες,
όμως, δεν ακούμε ούτε αυτόν – τούτο τον έσχατο
λυγμό. Το χειρότερο μάλιστα : δεν βλέπουμε και
δεν συναισθανόμαστε επαρκώς το αυτονόητο. Δεν
κατανοούμε ότι η… «ικεσία ενός χεριού νεκρού
ανθρώπου» δεν είναι παρά η ίδια, η δική μας
ικεσία προς το νου του κόσμου που θέλει να
πορεύεται και να λογαριάζει όπως συνήθως
πορεύεται και λογαριάζει. Όθεν, το αδύναμο σώμα
του ανώνυμου φυγά πρόσφυγα που το καταπίνει
αφύσικα και αταίριαστα η θάλασσα, είναι το δικό
μας σώμα που χάνεται, λες, απροσδόκητα, μέσα
στις πιέσεις, τους εξευτελισμούς και τις ντροπές
που, φευ, μηχανεύεται και υπηρετεί ο μηχανισμός
οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης του
σύγχρονου δυτικού κόσμου. Ενός, ήδη, άγριου και
βάρβαρου κόσμου που, οιονεί, όμως, γίνεται
αγριότερος και βαρβαρότερος, διότι, από
ένστικτο, -μηχανιστικά και σχεδόν μανιχαϊστικά-,
πρέπει να προστατεύσει τα κεκτημένα και τα
στρατηγικά πλεονεκτήματα που έχτισε τους
τελευταίους αιώνες.
«Είναι ο καπιταλισμός
καημένε!» θα κραύγαζε (αντί να (ανα) θεωρήσει με
ψυχραιμία και σύνεση), ο ασκημένος και
δοκιμασμένος «ινστρούχτορας» και «οδηγητής» των
καιρών που, αν και ασκημένος και δοκιμασμένος,
το μόνο που γνωρίζει είναι να αφηγείται και να
περιγράφει, περίπου, ως θέσφατα όλα τα «κακά»
που γεννά και τρέφει ο κόσμος μας. Πληρωμένος
καλά, δεν αγωνιά πλέον : δεν αναζητά, δεν
ερμηνεύει, δεν πάλλεται εσωτερικά, ώστε, να
μπορέσει να αμφισβητήσει ικανά και να αρνηθεί το
«οδικό χάρτη» που του υποδεικνύουν, και που και
κείνος με τη σειρά του υποδεικνύει στους άλλους.
Ανόητοι, εν τέλει, και ανώφελοι είναι οι
μεγαλόστομοι «ψίθυροι μεταξύ μας» και στεγνοί
όπως ο «άνεμος σε ξερό χορτάρι». Δεν κάνουν
κανένα καλό. Δεν είναι πουθενά χρήσιμοι. Και
όταν τόσος και τέτοιος Λόγος δεν κάνει κανένα
καλό και δεν είναι πουθενά χρήσιμος, εν πολλοίς,
δεν υφίσταται : δεν υπάρχει. Μένει ανέκφραστος,
ανεκπλήρωτος (σαν τις βιωματικές αντιστίξεις του
Έλιοτ, ποιητικά ανεκπλήρωτες*), και
καταδικασμένος να τον ακούν οι ίδιοι πάντα
Κουφοί και Κούφιοι Άνθρωποι που παραγάγουν το
τρέχοντα πολιτισμό μας…
*βλ.:
«Τ.Σ.ΕΛΙΟΤ, ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Ελληνική
Μεταγλώττιση – Εισαγωγή: Αριστοτέλης Νικολαΐδης,
Εκδόσεις: ΚΕΔΡΟΣ 1984.